πλημμυρίζω
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πλημμυρίζω: πλημμυρέω, Γλωσσ.
Greek Monolingual
Ν πλημμυρίς
1. (για ποταμό) ανεβαίνει η στάθμη μου και βγαίνω από την κοίτη μου, ξεχειλίζω («πλημμύρισε ο Σπερχειός»)
2. (για χώρο, τόπο, περιοχή) κατακλύζομαι από νερό (α. «πλημμύρισαν τα υπόγεια» β. «πλημμύρισε η πεδιάδα»)
3. κατακλύζω, κάνω να σκεπαστεί με νερό («ο ποταμός πλημμύρισε την κοιλάδα»)
4. μτφ. α) γεμίζω με κάτι έναν χώρο (α. «πλημμύρισαν τον τάφο της με λουλούδια» β. «από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει», Σολωμ.).