πνῖγος

English (LSJ)

εος, τό,
A choking, stifling, of the effects of heat, and so stifling heat, Hp.VM16, Aër.10, Ar.Av.726, 1091, Th.7.87, etc.; ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει, διὰ καύματός τε καὶ πνίγους, Pl.R. 422c, 621a; πνίγους ὄντος τὰ νῦν Id.Lg.625b: in plural, Hp.Epid.3.2; ἔν γε χειμῶσιν καὶ πνίγεσιν Pl.Phlb. 26a.
II in the Parabasis of the Att. Comedy, = μακρόν, because spoken at one breath, Sch.Ar.Ach.659.

German (Pape)

[Seite 641] τό, Erstickung, Erwürgung, bes. erstickende Hitze, Ar. Av. 726. 1091; ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον, Thuc. 7, 87; Xen. Cyn. 4, 6; διὰ καύματος καὶ πνίγους δεινοῦ, Plat. Rep. X, 621 a; ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει, ib. IV, 422 c; u. Gegensatz von χειμών, Phil. 26 a; Arist. u. Folgde auch oft im plur. – In der Parabase der att. Comödie = μακρόν, weil dieser Abschnitt herkömmlicher Weise in einem Athem vorgetragen werden mußte, Schol. Ar. Ach. 666. – Bei Arist. de senect. 5 = πνιγεύς, doch ist richtiger πνιγεῖ zu accentuiren. – [Πνίγος scheint unrichtige Accentuation.]

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
chaleur étouffante.
Étymologie: πνίγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνῖγος -ους, τό [πνίγω] verstikkende hitte:. παρέχειν πνίγεσιν ἀναψυχήν verkoeling bieden tegen de hitte Plat. Lg. 919a.

Russian (Dvoretsky)

πνῖγος: εος τό
1 тж. pl. духота, удушливый зной Arph., Thuc., Xen., Arst.: ἐν χειμῶσι καὶ πνίγεσι Plat. с стужу и в зной;
2 часть παράβασις (см.).

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
1. πνιγμός, πνιγμονή
2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.)
3. ένα από τα επτά μέρη της παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πνίγω.

Greek Monotonic

πνῖγος: τό (πνίγω), πνιγηρός καύσωνας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖγος: τό, (πνίγω) ὑπερβολικὸν καὶ πνιγηρὸν καῦμα, «θάλπος, καῦμα» (Ἡσύχ), καύσων πνιγηρός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστοφ. Ὄρν. 726, 1091, Θουκ. 7. 87, κτλ.· ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει, διὰ καύματός τε καὶ πνίγους Πλάτ. Πολ. 422C, 621Α· πνίγους ὄντος τὰ νῦν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625Β· ― ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 1161C, Πλάτ., κλπ.· ἔν γε χειμῶσι καὶ πνίγεσι Πλάτ. Φίληβ. 26Α. ΙΙ. ἓν ἐκ τῶν ἑπτὰ εἰδῶν τῆς παραβάσεως ἐν τῇ Ἀττικῇ Κωμῳδία, «πνῖγος ὃ καὶ μακρὸν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 510 (518), πρβλ. τὴν λ. παράβασις ΙΙΙ.

Middle Liddell

πνῖγος, εος, τό, πνίγω
stifling heat, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

heat, choking heat, stifling heat, suffocating heat

Lexicon Thucydideum

aestus, tide, surf, 7.87.1.