προδίδω
Greek Monolingual
και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν
1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας»)
2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά της πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη δυνατότητα να βλάψει την πατρίδα μου, γίνομαι προδότης («αυτός που προδίδει την πατρίδα διαπράττει το μεγαλύτερο έγκλημα»)
3. καταδίδω κάποιον, αποκαλύπτω τα μυστικά του, τον φανερώνω («αν και του είχε υποσχεθεί ότι θα τον κρύψει, τελικά τον πρόδωσε»)
4. υποδηλώνω, μαρτυρώ («οι τρόποι του προδίδουν έλλειψη καλής ανατροφής»)
5. δεν επαρκώ να εξυπηρετήσω, δεν μπορώ να βοηθήσω («μέ προδίδει η μνήμη μου» — δεν μπορώ να θυμηθώ)
6. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι σε ώρα ανάγκης («τὸν πρόδωσε την τελευταία στιγμή»).