προδιαλαμβάνω
English (LSJ)
A occupy before, J.BJ4.2.3 (Pass.).
II judge and decide beforehand, περί τινος, ὑπέρ τινος, Plb.9.31.2,27.6.3; π. ὅτι… Id.11.1.3: c. inf., προδιειληφὼς ἀποτρίβεσθαι τὰς διαλύσεις Id.5.29.4: abs., Id.2.2.10:—Pass., προδιειλήφθω let it be assumed beforehand, Hipparch.2.1. 15.
2 explain beforehand, ὅτι… Ptol.Geog.1.2.2.
German (Pape)
[Seite 715] (s. λαμβάνω), vorher, voraus urteilen; περί τινος, Pol. 9, 31, 2; πάλαι προδιειληφότες ὑπὲρ τοῦ πολεμεῖν, 27, 7, 3, u. oft, wie im pass., διὰ τὸ περὶ τῶν ἄλλων ἐν τῇ Ῥώμῃ προδιειλῆφθαι, 18, 28, 10.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διαλαμβάνω van tevoren innemen.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλαμβάνω: заранее судить, иметь предварительное суждение (περί и ὑπέρ τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλαμβάνω: καταλαμβάνω πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 1. ΙΙ. κρίνω καὶ ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων, περί τινος, ὑπέρ τινος Πολύβ. 9. 31, 2., 27. 7, 3· πρ. ὅτι... ὁ αὐτ. 11. 1, 3· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 5. 29, 4. 2) περιγράφω, πραγματεύομαι πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 325.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
παθ. προδιαλαμβάνομαι
(για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα»)
αρχ.
1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῖχος] τοῖς ληστρικοῖς», Ιώσ.)
2. κρίνω και αποφασίζω εκ τών προτέρων για κάτι («παρακαλούντων τὰ πλήθη μὴ προδιαλαμβάνειν», ΓΊολ.)
3. περιγράφω, εξιστορώ κάτι από πριν
4. παθ. περιγράφομαι, ιστορούμαι, αναφέρομαι («κανόνα... ἀναγκαίως ἔχοντα προδιαληφθῆναι τῆς φυσικῆς θεωρίας», Κλήμ. Αλ.)
5. (παθ. προστ. του αορ.) προδιειλήφθω
ας γίνει κάτι δεκτό εκ τών προτέρων, ας θεωρηθεί κάτι ως δεδομένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλαμβάνω «αναφέρω, ορίζω»].