προελαύνω

English (LSJ)

intr., ride on or forward, Id.An.6.3.14(17): c. gen., ride before one, Id.Mem.3.3.1:—also in Pass., of time, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο as the night was now far advanced, Hdt.9.44.

German (Pape)

[Seite 719] (s. ἐλαύνω), vortreiben, bes. ἵππον, u. ohne den Zusatz, scheinbar intraus., vorreiten, vorrücken, mit dem Heere vorgehen, Xen. An. 6, 3, 14; τινός, Mem. 3, 3, 1. Auch von der Zeit, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο, als es schon weit in der Nacht vorgerückt war, Her. 9, 44.

French (Bailly abrégé)

f. προελάσω, ao. προήλασα, etc.
1 intr. s'avancer à cheval devant, gén.;
2 tr. faire avancer ; Pass. être avancé, s'avancer en parl. du temps.
Étymologie: πρό, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ελαύνω vooruitrijden:; Τιμασίων ἔχων τοὺς ἱππέας προελαυνέτω Timasion moet met de ruiterij vooruitrijden Xen. An. 6.3.14; voor... uit rijden, met gen.:; π. τῶν ἱππάρχων voor de ruiteraanvoerders uit rijden Xen. Mem. 3.3.1; overdr.. πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο de nacht was al ver gevorderd Hdt. 9.44.1.

Russian (Dvoretsky)

προελαύνω:
1 ехать вперед, продвигаться (верхом) Xen.;
2 ехать впереди (τινός Xen.);
3 (о времени) проходить: ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο Her. когда была уже поздняя ночь.

Greek (Liddell-Scott)

προελαύνω: μέλλ. -ελάσω, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ ἵππον), ἐλαύνω πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 14· μετὰ γεν., ἐλαύνω πρό τινος ἄλλου, ἔμπροσθέν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 3, 4· ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χρόνου, ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο, ὅτε δὲ ἡ νὺξ ἤδη ἦτο λίαν προκεχωρηκυῖα, Ἡρόδ. 9. 44.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐλαύνω
(για στρατιωτικό τμήμα) προχωρώ γρήγορα προς τα εμπρός
μσν.-αρχ.
προχωρώ έφιππος ή με άρμα γρήγορα προς τα εμπρός
αρχ.
1. προχωρώ έφιππος μπροστά από κάποιον άλλο
2. παθ. προελαύνομαι
(για χρόνο) προχωρώ, περνώ («ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο» — καθώς είχε προχωρήσει η νύχτα, Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προελαύνω: μέλ. -ελάσω, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἵππον), ελαύνω, ιππεύω προς τα εμπρός, σε Ξεν.· με γεν., ιππεύω πριν από κάποιον, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για χρόνο, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (γʹ ενικ. απρόσ. υπερσ.) καθώς η νύχτα ήταν τώρα αρκετά προχωρημένη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -ελάσω
seemingly intr. (sub. ἵππον) to ride on or forward, Xen.: c. gen. to ride before one, Xen.:—Pass., of time, ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (3rd sg. plup. impers.) as the night was now far advanced, Hdt.