προκόλπιον

English (LSJ)

τό, (κόλπος)
A part of a robe which falls over the breast, Thphr. Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165.
II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Teil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d'un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.

Russian (Dvoretsky)

προκόλπιον: τό пазуха Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγκόλπιον].

Greek Monotonic

προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

προ-κόλπιον, ου, τό,
a robe falling over the breast, Theophr.