προσπληρόω
English (LSJ)
fill up or complete a number, ἱππέας π. εἰς δισχιλίους v.l. in X.Cyr.5.3.24, cf. HG1.6.3, prob. in PCair.Zen.421.8 (iii B.C.): esp. man and equip ships besides, man still more ships, Th.6.104,7.34:—Med., ἐκ Κερκύρας ἄλλας π. X.HG5.4.66, cf. 5.1.27.
German (Pape)
[Seite 778] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
French (Bailly abrégé)
προσπληρῶ :
1 compléter, acc.;
2 augmenter le nombre de, acc.;
Moy. προσπληρόομαι, προσπληροῦμαι ajouter pour compléter le nombre, acc..
Étymologie: πρός, πληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πληρόω aanvullen, spec. ook nog bemannen:; π. ἔτι ναῦς nog extra schepen bemannen Thuc. 7.34.1; ook med.
Russian (Dvoretsky)
προσπληρόω: тж. med. пополнять, сверх того оснащать, дополнительно снаряжать (π. ἔτι ναῦς Thuc.): ἱππέας π. εἰς δισχιλίους Xen. увеличить число всадников до двух тысяч.
Greek Monotonic
προσπληρόω: μέλ. -ώσω,
1. γεμίζω ή συμπληρώνω έναν αριθμό, ἱππέας προσπληρόω εἰς δισχιλίους, σε Ξεν.
2. εφοδιάζω κι άλλο τα πλοία, τα εξοπλίζω περισσότερο, γεμίζω με άνδρες περισσότερα ακόμη πλοία, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσπληρόω: συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· μάλιστα ἐπὶ πλοίων, σχηματίζω τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ καταρτίζω αὐτὰ προσέτι, πληρῶ ἀνδρῶν (παρασκευάζω) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.
Middle Liddell
fut. ώσω
1. to fill up or complete a number, ἱππέας πρ. εἰς δισχιλίους Xen.
2. to equip ships besides, man still more ships, Thuc.; so in Mid., Xen.
Lexicon Thucydideum
insuper instruere, to equip further, 6.104.1, 7.34.1. 8.10.3.