ρίγος

Greek Monolingual

το / ῥῖγος, ΝΜΑ
ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή εμπύρετων νόσων, όπως είναι οι λοιμώξεις, η πνευμονία, η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
μτφ. ανατρίχιασμα του σώματος που προκαλείται από έντονο συναίσθημα («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)
αρχ.
ψύχος, κρύο, παγετός («ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ζεύγος ῥῖγος: ἔρριγα (πρβλ. γῆθος: γέγηθα) ανάγεται σε ΙΕ srig- «κρύο, ψύχος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος»: frigeo].