ρουτίνα
Greek Monolingual
η, Ν
1. η συνήθεια να ενεργεί κάποιος μηχανικά, κατά τον ίδιο πάντοτε τρόπο
2. η έλλειψη πρωτοτυπίας, πρωτοβουλίας, διάθεσης για αλλαγή
3. φρ. α) «η καθημερινή ρουτίνα» — πληκτική κατάσταση, χωρίς ενδιαφέρον
β) «άνθρωπος της ρουτίνας» — άτομο που ενεργεί τυπικά, χωρίς ιδιαίτερη συμβολή σε κάτι
γ) «εξέταση [[[έλεγχος]], επίσκεψη] ρουτίνας» — κάτι που γίνεται πανομοιότυπα, κατά τον συνήθη πάντοτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routine < route «δρόμος, οδός»].