σθένω

English (LSJ)

used only in pres. and impf., Trag. Verb, found also in late Ep., and in later Prose, LXX 3 Ma.3.8, Ael.NA11.31: (σθένος):—
A to have strength or might, be strong or mighty, οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε εἷλέν με in my strength, S.Ph.947; σθενόντων βραχιόνων E.HF312: c. dat. modi, σ. χερί, χειρί, ποσίν, to be strong in hand, in foot, S.El.998, E. Cyc.651, Alc.267 (lyr.); also σ. μάχῃ, χρήμασι, Id.Fr.1048.5, El.939; σθένοντος ἐν πλούτῳ S.Aj.488: freq. with a neut. Adj., μέγα, μεῖζον σ., A.Ag.938, Pr.1013; οὐδὲν σ. S.OC846; ὅσον σ. how strong it is, A. Eu.619; σ. τοσοῦτον S.Aj.1062; ὅσονπερ ἂν σ. Id.El.946, cf. Tr.927; εἰς ὅσον σ. Id.Ph.1403.
2 to have power, εἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σ. Id.OC456; πόλις σθένουσα ib.734; οἱ κάτω σθένοντες they who rule below, the gods below, E.Hec.49.
3 of things, σθένουσα λαμπάς A.Ag.296; ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει Id.Fr.386.
4 c. inf., to have strength or power to do, be able, mostly with a neg. οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σ. S.OT17, cf. A.R.1.62, LXX l.c.; προσβλέπειν γὰρ οὐ σ. S. OT1486; οὐ γὰρ ἂν σθένοι δέμας ἕρπειν Id.OC501, cf. 256, 1345, Aj. 165 (anap.), etc.; τὸ σιγᾶν οὐ σ. E.IA655: with inf. understood, τόδ', εἴπερ ἔσθενον, ἔδρων ἄν S.El.604; εἶμι.. ὅποιπερ ἂν σ. Id.Aj.810, etc.
5 c. acc., βάρος οὐκέτι χεῖρες ἔσθενον AP6.93 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 877] Stärke, Kraft, Gewalt haben, stark sein; τὸ μὲν δίκαιον ὅσον σθένει μαθεῖν, Aesch. Eum. 589; auch σθένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη, Ag. 287; φήμη γε μέντοι δημόθροος μέγα σθένει, 912, u. öfter; εἰς ὅσον γ' ἐγὼ σθένω, Soph. Phil. 1389; οὐ σθένω ποσί, Eur. Alc. 268, vgl. Cycl. 647; auch σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων, Herc. Fur. 312; u. wie er sagt πρὸς τοὺς σθένοντας θεοὺς ἁμιλλᾶσθαι, I. T. 1479, so sind οἱ κάτω σθένοντες Hec. 49 die unten Herrschenden, die Götter der Unterwelt; vgl. καὶ τοὺς σθένοντας καθαιροῦσιν αἱ τύχαι, Herc. Fur. 1396; καθ' ὅσον ἂν σθένω, Ar. Plut. 912; übh. Vermögen wozu haben, im Stande sein, können, c. inf., Soph. Ant. 1044, ἄνευ σοῦ δ' οὐδὲ σωθῆναι σθένω O. C. 1347, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἔσθενον;
1 être fort en parl. de la force physique : σθένειν χερί SOPH, ποσί EUR être fort des mains, des pieds ; σθένειν πτέσθαι SOPH avoir la force de voler;
2 être puissant : ἔν τινι, τινί en qch ; abs. οἱ κάτω σθένοντες EUR ceux qui sont puissants aux enfers, les divinités des enfers ; abs. avoir le pouvoir (de faire qch).
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; cf. σθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σθένω [σθένος] kracht hebben, sterk zijn:; οὐ σθένω ποσίν ik heb geen kracht in mijn voeten Eur. Alc. 267; met inf.. προσβλέπειν γὰρ οὐ σθένω want ik heb niet de kracht om jullie aan te kijken Soph. OT 1486. macht hebben, heersen:. οἱ κάτω σθένοντες de heersers in de onderwereld Eur. Hec. 49.

Russian (Dvoretsky)

σθένω: (только praes. и impf. ἔσθενον)
1 быть сильным, могучим: σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων Eur. когда руки мои были сильны; χερὶ σ. ἔλασσόν τινος Soph. быть слабее кого-л.; τοῖσι χρήμασι σθένων или σθένων ἐν πλούτῳ Soph., Eur. состоятельный, богатый;
2 обладать властью (ἐν πόλει Soph.): οἱ κάτω σθένοντες Eur. власть имущие внизу, т. е. боги подземного царства;
3 быть в силах, в состоянии, мочь (εἰς ὅσον ἐγὼ σθένω Soph.): βάρος σ. Anth. быть в силах поднимать тяжести.

Greek Monolingual

ΜΑ σθένος
(με απρμφ.) έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι (α. «οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν.
β. «βοηθεῖν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ
γ. «oἱ μὲν οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες», Σοφ.
δ. «τὸ σιγᾱν οὐ σθένω», Ευρ.)
αρχ.
1. έχω σθένος, είμαι δυνατός (α. «σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων», Ευρ
β. «σθένοντας ἐν πλούτῳ», Σοφ)
2. έχω ισχύ, έχω εξουσία (α. «κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει», Σοφ.
β. «τοὺς κάτω σθένοντας», Ευρ.).

Greek Monotonic

σθένω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (σθένος),
1. διαθέτω δύναμη, ισχύ ή εξουσία, είμαι δυνατός ή ισχυρός, σε Σοφ., Ευρ.· σθένωχερί, ποσί, έχω δύναμη στα χέρια, στα πόδια, σε Σοφ., Ευρ.· σθένοντος ἐν πλούτῳ, σε Σοφ.· τοσοῦτον σθένει, στον ίδ.· ὅσονπερ ἂν σθένῃ, στον ίδ.· οἱ κάτω σθένοντες, οι θεοί που κυβερνούν, εξουσιάζουν τον Κάτω Κόσμο, σε Ευρ.
2. με απαρ., έχω δύναμη ή ισχύ να κάνω κάτι, είμαι ικανός, μπορώ, δύναμαι, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σθένω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ῥῆμα τραγ. ἀπαντῶν καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· (σθένος). Ἔχω ἰσχύν, δύναμιν, εἶμαι ἰσχυρὸς ἢ δυνατός, οὐκ ἂν σθένοντά γε .. εἶλέν με, ἐν τῇ δυνάμει μου, Σοφ. Φιλ. 947· σθενόντων βραχιόνων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 312· μετὰ δοτ. τρόπου, σθ. χερί, ποσί, εἶμαι ἰσχυρὸς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας, Σοφ. Ἠλ. 998, Εὐρ. Κύκλ. 651, Ἄλκ. 267· ὡσαύτως, σθ. μάχῃ, χρήμασι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1035, Ἠλ. 939· σθένοντος ἐν πλούτῳ Σοφ. Αἴ. 488· συχν. μετὰ δοτ. ἐπιθέτ., μέγα, μεῖζον σθ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 938, Πρ. 1013· οὐδὲν σθ. Σοφ. Ο. Κ. 846· ὅσον σθ., quantum valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 619· τοσοῦτον σθ. Σοφ. Αἴ. 1062· ὅσονπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 946, πρβλ. Τρ. 927· εἰς ὅσον σθ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1403. 2) ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 456, πρβλ. 734· οἱ κάτω σθένοντες, οἱ κυβερνῶντες κάτω, οἱ κάτω θεοί, Εὐρ. Ἑκάβ. 49. 3) ἐπὶ πραγμάτων, σθένουσα λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 296· ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 383. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., ἔχω ἰσχὺν ἢ δύναμιν, εἶμαι ἱκανός, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθ. Σοφ. Ο. Τ. 17· προσβλέπειν γὰρ οὐ σθ. αὐτόθι 1486· οὐ γὰρ ἂν σθένοι ... ἕρπειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 501, πρβλ. 256, 1345, Αἴ. 165, κτλ.· σιγᾶν οὐ σθ. Εὐρ. Ι. Α. 655· ― παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., τόδ’, εἴπερ ἔσθενον, ἔδρων ἂν Σοφ. Ἠλ. 604· εἶμι ... ὅποιπερ ἂν σθ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 810, κτλ. 5) μετ’ αἰτ., βάρος οὐκέτι χεῖρες ἔσθενον Ἀνθ. Π. 9. 93.

Middle Liddell

σθένω, only in pres. and imperf.] σθένος
1. to have strength or might, be strong or mighty, Soph., Eur.; σθ. χερί, ποσί to be strong in hand, in foot, Soph., Eur.; σθένοντος ἐν πλούτῳ Soph.; τοσοῦτον σθένει Soph.; ὅσονπερ ἂν σθένῃ Soph.; οἱ κάτω σθένοντες they who have power below, Eur.
2. c. inf. to have strength or power to do, be able, Soph., Eur.