σκαρί

Greek Monolingual

το, Ν
1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου
β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να του αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.)
2. μτφ. α) σωματική διάπλαση, κατασκευή σώματος («είναι γερό σκαρί»)
β) ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας («το 'χει το σκαρί του να θυμώνει εύκολα»)
3. φρ. α) «καράβι στα σκαριά» — καράβι που ναυπηγείται
β) «καράβι από σκαριού» — καράβι που μόλις ναυπηγήθηκε («τι έχω καράβι από σκαριού και ναύτες παληκάρια»)
γ) «έχω στα σκαριά» — σχεδιάζω, ετοιμάζω κάτι
δ) «βάζω κάποιον στα σκαριά» — παρορμώ, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐσχάρι-ον, υποκορ. του ἐσχάρα, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. σκάρα: εσχάρα) και τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -σχ- σε -σκ- (πρβλ. μασχάλη: μασκάλη)].