σκυλακώδης
English (LSJ)
σκυλακῶδες, like a young dog: τὸ σκυλακῶδες = puppyish character, X.Cyr. 1.4.4.
German (Pape)
[Seite 907] ες, hundeartig, -ähnlich; τὸ σκ., sc. ἦθος, Xen. Cyr. 1, 4, 4, die Art der Hunde, Allen zu schmeicheln.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à un jeune chien.
Étymologie: σκύλαξ, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλακώδης -ες [σκύλαξ] passend bij een jonge hond; subst. τὸ σκυλακῶδες gedrag als van een jonge hond. Xen. Cyr. 1.4.4.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκύλαξ, -ακος]
1. όμοιος με σκυλάκι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυλακῶδες
ήθος, τρόπος που χαρακτηρίζει τους μικρούς σκύλους («καὶ τὸ σκυλακῶδες πᾶσιν προσπίπτειν», Ξεν.).
Greek Monotonic
σκῠλᾰκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νεογέννητο σκύλο· τὸ σκυλακῶδες, η φύση, ο χαρακτήρας των νεογέννητων σκυλιών, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκύλακα, τὸ σκυλακῶδες, χαρακτὴρ κυνικός, σκυλακώδης, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4.
Middle Liddell
σκῠλᾰκ-ώδης, ες εἶδος
like a young dog: τὸ σκυλακῶδες the nature of puppies, Xen.