σμινύη

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, two-pronged hoe or mattock, IG12.313.128, al., Ar. Nu.1486, 1500, Av.602, Pax546, Pl.R. 370d; σμινύδας in Ar.Fr.402b (Poll.10.173) is prob.an error for σμινύας.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, ein Karst, eine zweizinkige Hacke, δίκελλα; Ar. Nubb. 1469 Av. 602 u. öfter; Plat. Rep. II, 370 d; ἔχων καὶ ἄμην καὶ σμινύην, Xen. Cyr. 6, 2, 24; vgl. Alciphr. 3, 24; Lob. Phryn. p. 302.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de pioche ou de hoyau à deux branches.
Étymologie: DELG σμίλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμινύη -ης, ἡ [~ σμίλη?] houweel, hak (met twee tanden).

Russian (Dvoretsky)

σμῐνύη:двузубая кирка или мотыга Arph., Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

σμῐνύη: (οὐχὶ σμινύα), ἡ, σκαπάνη ἔχουσα δύο μακροὺς πρὸς σκαφὴν ὀδόντας δίκελλα, «τσάπα», Λατ. bidens, ὡς ἡ δίκελλα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1486, 1500, Ὄρν. 602, Εἰρ. 546, Πλάτ. Πολ. 370D· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύχ. 302· σμινύδας ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372 (Πολυδ. Ι΄, 173) ἴδως εἶναι ἁμάρτημα ἀντὶ σμινύας, πρβλ. B. k. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. σ. 1118, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ή Α
δικέλλι, τσάπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα smei- «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα -νυ- (πρβλ. λιγ-νύ-ς) και κατάλ. -η / - (πρβλ. οστρύη, σιπύη). Το -ι- του τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή της λ. στη ρίζα αυτή, χωρίς να είναι αναγκαία η θεώρηση της διφθόγγου της ρίζας ως μακράς (βλ. λ. σμίλη)].

Greek Monotonic

σμῐνύη: (όχι -ύα), , σκαλιστήρι με δύο αιχμές, δικέλλα, τσάπα, Λατ. bidens, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: two pronged mattock (Att. inscr., com., Pl.);
Other forms: gen. from. ο-stem σμινύοιο (Nic. Th. 386).
Derivatives: σμινύδιον (Poll. 7, 148 ex Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Instrument name with formation as σιπύη, ὀστρύη, ὀφρύη a. o.; a not lengthened u-stem is not suficiently verified by the suspect acc. pl. σμινύδας (Ar. Fr. 402b; prob. for σμινύας). The word is generally considered as a verbal abstr. in -νυ(α) of IE *smei- cut in σμίλη (s. v. w. lit.). We saw that the etymology of σμίλη was uncertain. The word may be Pre-Greek.

Middle Liddell

a two-pronged hoe or mattock, Lat. bidens, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

σμινύη: {smĭnúē}
Forms: Gen. vom. ο-Stamm σμινύοιο (Nik. Th. 386), σμινύδιον (Poll. 7, 148 ex Ar.).
Grammar: f.
Meaning: zweizackige Hacke (att. Inschr., Kom., Pl.);
Etymology: Gerätename mit Bildung wie σιπύη, ὀστρύη, ὀφρύη u. a.; ein unerweiterter u-Stamm ist durch den verdächtigen Akk. pl. σμινύδας (Ar. Fr. 402b; wohl für σμινύας) nicht hinlänglich begründet. Wird allgemein als ein Verbalabstr. auf -νυ(α) zu idg. smei- schnitzen in σμίλη (s. d. m. Lit.) betrachtet.
Page 2,750-751

English (Woodhouse)

pick-axe

Mantoulidis Etymological

ἡ (=διχαλωτή τσάπα). Σχετίζεται μέ τό σμίλη.

Translations

Arabic: مِعْوَل‎; Armenian: բրիչ; Bulgarian: мотика; Burmese: ပေါက်တူး; Catalan: aixada; Chinese:; Mandarin: 鶴嘴鋤, 鹤嘴锄; Crimean Tatar: qazma; Czech: motyka; Dutch: hak; Finnish: kaksiteräinen kuokka; French: pioche-hache; Galician: sacho; German: Mattock, Hacke; Greek: αξίνα; Ancient Greek: σμινύη, δίκελλα, μάκελλα; Hungarian: csákány; Ido: haueto; Italian: piccone; Japanese: マトック; Latin: ligō; Latvian: kaplis; Maori: mātiki; Norwegian:; Bokmål: hakke or; Persian: میتین‎; Plautdietsch: Hak; Polish: motyka; Portuguese: sacho; Romanian: târnăcop, sapă; Russian: моты́га, киркомоты́га; Slovak: motyka; Spanish: zapapico; Ukrainian: біґа; Welsh: caib