σιπύη
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, meal-tub, Ar.Eq.1296, Pl.806, Pherecr.142, AP6.302 (Leon.); spelt συπύη, PCair.Zen.14.14 (iii B.C.); the Att. form σιπύα, though cited by Harp.(= Lys.Fr.165 S.) and Hsch. s.v. σίφνον, is not found exc. in Poll.10.162; cf. ἰπύα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σίπυδνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῐπύη -ης, ἡ broodbak, meelbak.
Russian (Dvoretsky)
σῐπύη: ἡ мучной или хлебный ларь Arph., Soph., Anth.
Greek Monolingual
και σιπύα και συπύη, ἡ, Α
δοχείο, λάρνακα ή κάδος για αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για σημιτικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. šappu / sappu, φοινικ. sp, εβρ. sap με σημ. «λεκάνη»). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. supu της γραμμικής Α. Κατ' άλλη άποψη, η λ. παρουσιάζει πιθ. κάποια σχέση με τον τ. σίφνις (πρβλ. σιφνός) με δυσερμήνευτη ωστόσο εναλλαγή π / φ].
Greek Monotonic
σῐπύη: (ποτέ σιπύα), ἡ, δοχείο ή πιθάρι όπου φυλασσόταν το αλεύρι, κάδος για φύλαξη του αλευριού, πανέρι ή κοφίνι ψωμιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐπύη: ἡ, ἀγγεῖον ἐν ᾧ φυλάττουσιν ἄλευρον, δοχεῖον ἀλεύρου ἢ κάδος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1296, Πλ. 806, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 3, Ἀνθ. Π. 6. 302· ὁ Ἀττ. τύπος σιπύα, καίπερ μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. καὶ τοῦ Ἡσυχ. δὲν ἀπαντᾷ· περὶ δὲ ἰσοδυνάμου τινὸς τύπου ἄνευ τοῦ σ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 301· πρβλ. ὡσαύτως σίφνις.
Frisk Etymological English
(-ύα)
Grammatical information: f.
Meaning: box for keeping flour and bread (com., AP, Poll.) .
Other forms: συπύη (pap. IIIa) from assim., σιπυΐς f. (Hp.); also ἰπύα (H.); further σίπυδνος (Orac. ap. Luc. Alex.; Furnée 177); note hομοσεπυοι inscr. Selinous (RPh 69, 1995, 128, l. 3
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Sem. LW [loanword] (Hebr. sap etc.); E. Masson Recherches 44f. w. lit. After Neumann Glotta 37, 109f. (cf. Heubeck Praegraeca 36f.) to the Minoan (Linear A) vase des. su-pu. -- Whether σίφνις id. (Poll., H.) is at all cognate, remains doubtful (cf. on σιφνός); in any case there is no IE variation p σιπύη ph (Specht Ursprung 260). -- Here will belong Lat. simpulum, simpuvium. Also here σιβαία = πήρα. The variation proves that the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
never σιπύα
a meal-tub, meal-jar, flour bin, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σιπύη: (-ύα)
{sipúē}
Forms: συπύη (Pap. IIIa), σιπυΐς f. (Hp.)
Grammar: f. (Kom., AP, Poll.),
Meaning: Behälter zum Aufbewahren von Mehl und Brot; auch ἰπύα (H.).
Etymology: Sem. LW (hebr. sap usw.); E. Masson Recherches 44f. m. Lit. Nach Neumann Glotta 37, 109f. (vgl. Heubeck Praegraeca 36f.) zur minoischen (Linear A) Gefäßbezeichnung su-pu. — Ob σίφνις ib. (Poll., H.) damit überhaupt verwandt ist, bleibt fraglich (vgl. zu σιφλός); jedenfalls liegt kein idg. Wechsel p ~ ph (Specht Ursprung 260) vor.
Page 2,710