σταματώ
Greek Monolingual
σταματῶ, -άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν στάμα, -ατος
(αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον να παύσει να κινείται, να λειτουργεί, να ενεργεί (α. «μέ σταμάτησε στον δρόμο να μού ζητήσει δανεικά» β. «σταμάτησα το νερό»)
β) ανακόπτομαι, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («σταμάτησε η επίθεση του στρατού»)
γ) παύω να μιλώ, διακόπτω τον λόγο μου («σταμάτα πια, μάς ζάλισες»)
2. φρ. α) «σταματά ο νους σου [ή ο νους του ανθρώπου]» — μένει κανείς κατάπληκτος
β) «σταματάει η εφημερίδα» — διακόπτεται η έκδοση της εφημερίδας
γ) «σταματά το τραίνο» [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ]»
i) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] μένει ακίνητο
ii) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] κάνει στάση, σταθμεύει.