στατήρας

Greek Monolingual

ο / στατήρ, -ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν
νεοελλ.
1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες
2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι
3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» — μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα
β) «αγγλικός στατήρας» — μονάδα χωρητικότητας ίση με 112 αγγλικά λίτρα
γ) «αμερικανικός στατήρας» — μονάδα βάρους ίση με 36 οκάδες
μσν.
ο ιουδαϊκός σίκλος («τὸν σίκλον στατῆρα ἐκάλεσαν», Θεοδώρ.)
μσν.-αρχ.
ασημένιο νόμισμα ορισμένου βάρους («τοσούτων στατήρων ό Ἰούδας τὸν δεσπότην ἀπέδοτο», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. ορισμένο μέτρο βάρους («στατὴρ Αἰγιναῖος», Ιπποκρ.)
2. νομισματική μονάδα διαφόρων πόλεων και τόπων με διαφορετικό βάρος και με ποικιλία ως προς την περιεκτικότητα σε χρυσό ή άργυρο (α. «χρυσίου δὲ τετρακοσίας μυριάδας στατήρων Δαρεικών», Ηρόδ.
β. «στατὴρ Κροίσειος», Πλούτ.
γ. «[στατῆρες] Φιλίππειοι και Ἀλεξάνδρειοι», Πολυδ.
δ. «Πτολεμαϊκός στατήρ», επιγρ.)
3. χρεώστης, οφειλέτης, αυτός που οφείλει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι με επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. λαμπ-τήρ(ας). Παράλληλες μορφές με το ελλ. στατήρ είναι το λατ. stator, -ōris (με φωνηεντισμό -ω- στο επίθημα, πρβλ. στάτωρ) και το αρχ. ινδ. sthātar- «αυτός που στέκεται όρθιος στην άμαξα, οδηγός» (με μακρό φωνηεντισμό sthā- και τονισμό στο θέμα και όχι στο επίθημα). Στη Μυκηναϊκή επίσης μαρτυρείται ο τ. tatere (πιθ. στατῆρες), που αναφέρεται σε πρόσωπο. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιούνται οι τ. στατέρα / στατέρι].