στικτός

English (LSJ)

στικτή, στικτόν, (στίζω)
A pricked, tattooed, βραχίονες AP7.10; γράμματα σ. LXX Le. 19.28.
2 spotted, dappled, of fallow-deer, S.Ph. 184 (lyr.), El.568; νεβρίδες E.Ba.111 (lyr.), cf. 835; ἔλαφος IG14.1293c; ὕαιναι Opp.C.3.288; βασιλεὺς.. σ. οἷον ταὧς Philostr.Im.2.31; σ. πτέρυξ, of the ἔποψ, A.Fr.304.8; στικτοῖς ὄμμασιν δεδορκότα, i.e. with eyes all over the body, E.Ph.1115.

German (Pape)

[Seite 943] adj. verb. von στίζω, gepunktet, bunt; στικτῶν ἢ λασίων μετὰ θηρῶν, Soph. Phil. 184; ἔλαφος, El. 558; στικτῶν ἐνδυτὸν νεβρίδων, Eur. Bacch. 111, vgl. 833; buntfarbig, vom. Pfau, Philostr. imagg. 2, 31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pointillé, tacheté, de couleurs variées.
Étymologie: στίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στικτός -ή -όν [στίζω] gestippeld, met puntjes, gevlekt.

Russian (Dvoretsky)

στικτός: [adj. verb. к στίζω
1 покрытый порезами или уколами, исколотый (βραχίονες Anth.);
2 пятнистый, пестрый (θῆρες Soph.; νεβρίδες Eur.);
3 разбросанный в виде пятен (ὄμματα, sc. τοῦ Ἄργου Eur.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / στικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ στίζω
1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.)
2. διάστικτος, κατάστικτος
3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» — γραμμή που σχηματίζεται με στιγμές, με κουκκίδες
β. «γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ἡμῖν», ΠΔ)
4. ποικιλόχρωμος, παρδαλός (α.»τα φτερά της είναι στικτά» β. «στικταὶ ὕαιναι», Οππ.).

Greek Monotonic

στικτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στίζω, στιγματισμένος, αυτός που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο αιχμηρό άκρο, σε Ανθ.· γενικά, κατάστικτος, ποικιλόχρωμος, σε Σοφ., Ευρ.· στικτὰ ὄμματα, λέγεται για τα εκατό μάτια του Άργου, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ στίζω, κεκεντημένος, ἐστιγμένος, βραχίονες Ἀνθ. Π. 7. 10· -καθόλου, πλήρης στιγμάτων, κατάστικτος, ἐπὶ τῶν κιτρινωπῶν ἐλάφων (πρβλ. λάσιος), Σοφ. Φιλ. 184, Ἠλ. 568· νεβρίδες Εὐρ. Βάκχ. 111, πρβλ. 835· ἔλαφος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 4· ὕαιναι Ὀππ. Κυν. 3. 288· ταὧς Φιλόστρ. 856· -ὡσαύτως, στ. πτέρυξ, δηλ. τοῦ ἔποπος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 7· καὶ οὕτως, Εὐρ. Φοίν. 1115, στικτοῖς ὄμμασιν δεδορκότα, ἔνθα ὁ Σχολ. ἔχει ποικίλοις.

Middle Liddell

verb. adj. of στίζω
punctured, Anth.:—generally, spotted, dappled, Soph., Eur.; στικτὰ ὄμματα, of the hundred eyes of Argus, Eur.

English (Woodhouse)

dappled