συγκοινωνιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοινωνία («συγκοινωνιακά μέσα»)
2. φρ. α) «συγκοινωνιακό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων
β) «συγκοινωνιακή οικονομία» — η συστηματική και οργανωμένη τεχνική και οικονομική δραστηριότητα με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες έναντι οικονομικού ανταλλάγματος
γ) «συγκοινωνιακή πολιτική» — το σύνολο τών μέτρων που παίρνει ένα κράτος για την παροχή συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών
δ) «συγκοινωνιακό κόστος» — το κόστος παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς αλλά και από μέσο σε μέσο
ε) «συγκοινωνιακή γεωγραφία» — κλάδος της οικονομικής γεωγραφίας ο οποίος ασχολείται με την έρευνα τών λόγων της διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. συγκοινωνιακά Ν
με συγκοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκοινωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].