συμπαραφέρω
English (LSJ)
A bring with one, hence, exhibit, exemplify, Phld. Rh.2.27S.
2 carry along together with, Ptol.Geog.1.22.5:—Pass., Plu.Caes.34; rush along together, X.Cyn.3.10 (v.l. συμπεριφέρω); follow the same course, of blood-vessels, etc., Gal.2.391, 822.
German (Pape)
[Seite 985] (s. φέρω), mit daneben vorbei, darüber hinaustragen, u. pass. mit vorbei, darüber hinaus, über die Gränze laufen; Xen. Cyn. 3, 10; Plut. Caes. 34.
French (Bailly abrégé)
emporter ensemble le long de ou au delà de ; Pass. être emporté ou courir ensemble le long de ou au delà de.
Étymologie: σύν, παραφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραφέρω meesleuren (samen) met, alleen pass. met dat.: συμπαρηνέχθησαν... τῷ ῥεύματι zij werden meegesleurd met de stroom Plut. Caes. 34.2.
Greek Monolingual
Α
1. παρασύρω συγχρόνως, συμπαρασύρω
2. (για αιμοφόρα αγγεία) ακολουθώ την ίδια κατεύθυνση
3. φέρνω συγχρόνως
4. (κατ' επέκτ.) παρουσιάζω ως παράδειγμα, εξηγώ
5. μέσ. συμπαραφέρομαι
ορμώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραφέρω «παραθέτω, προσφέρω, παρασύρω»].
Greek Monotonic
συμπαραφέρω: μέλ. -παροίσω, μεταφέρω, παρασύρω από κοινού με κάποιον — Παθ., ορμώ, εφορμώ μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραφέρω: παραφέρω, παρασύρω ὁμοῦ μετά τινος, Πτολ. 1, 22, 6. ― Παθ., ὁρμῶ, φέρομαι ὁρμητικῶς ὁμοῦ μετά τινος, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πλουτ. Καῖσ. 34.
Middle Liddell
fut. -παροίσω
to carry along together: — Pass. to rush along together, Xen.