συμπλήρωση

Greek Monolingual

η / συμπλήρωσις, -ώσεως ΝΜΑ [[συμπληρῶ, -ώνω]]
η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση του έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῦ θεότητος παρὰ τοῦ υἱοῦ λαμβάνων», Ευσ.
δ. «τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπλήρωση θέσεων» — τοποθέτηση αρμόδιων υπαλλήλων και στελεχών σε κενές θέσεις
μσν.-αρχ.
1. τελειοποίηση («πρὸς συμπλήρωσιν διαγωγῆς κρείττονος», Μεθόδ.)
2. εκπλήρωση («ἐκ μεταμελείας ἐλθοῦσα εἰς συμπλήρωσιν τελειότητος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. πλήρωση, γέμισμα («φρέατα... νύκτωρ πληροῦσθαι... ἐπειδὴ δὲ συμπίπτει κατὰ τὸν τῆς συμπληρώσεως καιρὸν ἡ ἄμπωτις», Στραθ.)
2. πληρότητα στην έκφραση
3. ιατρ. έμφραξη τών αιμοφόρων αγγείων.