σχηματοποιέω
English (LSJ)
A bring into a certain form or shape, σ. τι οἷον ἂν θέλωσι Thphr. HP 9.4.10; -ποιοῦσα γραμμή a line forming a figure, Procl. in Euc.p.111 F.:—Pass., take a certain shape or posture, X.Eq.10.5: Rhet., to have a particular character or air, Aristid.Rh.2p.535S.
2 Med., represent in pantomime, Poll.4.95.
German (Pape)
[Seite 1055] formen, gestalten, bilden, eine Form, Gestalt machen, geben, Theophr. u. a. Sp. – Im med. wie σχηματίζομαι, eine Gestalt, Haltung des Leibes annehmen, Xen. Equ. 10, 5; dah. von Pantomimen, durch Haltung u. Gebehrden eine Handlung darstellen.
French (Bailly abrégé)
σχηματοποιῶ :
donner une forme, former, figurer, façonner;
Moy. σχηματοποιέομαι, σχηματοποιοῦμαι;
1 prendre un air, se donner un maintien;
2 avoir un caractère particulier en parl. d'un écrivain.
Étymologie: σχῆμα, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτοποιέω: σχηματίζω ἢ διαπλάσσω τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι ἐνταῦθα καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων οἷον ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, λαμβάνω ὡρισμένον τι σχῆμα ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς παριστάνω, Πολυδ. Δ΄, 95.
Spanish
Greek Monotonic
σχημᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, σχηματίζω, διαπλάθω, μορφοποιώ, δίνω σε κάτι συγκεκριμένο σχήμα, διαμορφώνω — Παθ., λαμβάνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια συγκεκριμένη θέση ή στάση, σε Ξεν.
Middle Liddell
σχημᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
to bring into a certain form: Pass. to take a certain shape or posture, Xen.
Léxico de magia
dar cierta forma a una figura que se modela πλάσας βοῦς δύο ἴσους ... καὶ ἄλλον σχηματοποιήσας habiendo modelado dos bueyes iguales y dándole cierta forma a otro SM 70 5