ταλανίζω
English (LSJ)
call or deem one unhappy, Aesop.113,328, Jo Sic. in Rh.6.451 W.:—Pass., Ptol.Tetr.208, Heliod. in EN19.18:—hence ταλανισμός, ὁ, Jo.Sic. l.c.
German (Pape)
[Seite 1064] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.
French (Bailly abrégé)
appeler malheureux ou regarder comme malheureux.
Étymologie: τάλας.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰνίζω: называть себя несчастным, жаловаться, сетовать Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰνίζω: ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ σχετλιάζω, ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακαρίζω, «ὅρα μήποτε... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τάλας, -ανος]
1. αποκαλώ κάποιον τάλανα, ταλαίπωρο, οικτίρω
2. βασανίζω, ταλαιπωρώ
μσν.
εξευτελίζω, ταπεινώνω
μσν.-αρχ.
κατηγορώ, καταγγέλλω
αρχ.
συμπονώ.