τροπόω
English (LSJ)
(A), (τρόπος)
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr.11 A40 (ii B. C.):—so in Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.
(B), (τροπός) furnish the oar with its thong, in Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers.376; τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach.553, Luc.Cat.1.
French (Bailly abrégé)
τροπῶ :
pf. Pass. τετρόπωμαι;
fixer la rame avec la courroie d'attache;
Moy. τροπόομαι, τροποῦμαι (ao. ἐτροπωσάμην) m. sign.
Étymologie: τροπός.
German (Pape)
1 (τρόπος) wenden, in die Flucht jagen, im med., Dion.Hal. 2.50.
2 (τροπός) das Ruder mit dem Ruderriemen anbinden, Ar. Ach. 527; auch med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368.
Russian (Dvoretsky)
τροπόω: тж. med. укреплять ремнем в уключине: τροποῦσθαι κώπην ἀμφὶ σκαλμόν Aesch. привязывать рукояти своих весел к колкам (бортов); τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται Luc. каждое весло было (уже) укреплено, т. е. корабль был готов к отплытию.
Greek (Liddell-Scott)
τροπόω: (τρόπος) ὡς τὸ τρέπω, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ, τρέπω εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.
Greek Monotonic
τροπόω: μέλ. τροπώσω, (τροπός) εφοδιάζω το κουπί με τροπωτήρα — Μέσ., τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν, προσέδεσε το κουπί στο σκαλμό με τον τροπωτήρα, σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το κουπί, είμαι εφοδιασμένος με τροπωτήρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τροπόω, fut. -ώσω τροπός
to furnish the oar with its thong: Mid., τροποῦτο κώπην ἀμφὶ σκαλμόν fastened his oar by its thong round the thole, Aesch.:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.