τσιμέντο

Greek Monolingual

το, Ν
1. (τεχνολ.-χημ.) λεπτόκοκκη σκόνη η οποία όταν αναμιχθεί με νερό υφίσταται στερεοποίηση και μετατροπή σε σκληρή μάζα, φαινόμενο που οφείλεται στην ενυδάτωση τών συστατικών της, η οποία δημιουργεί υπομικροσκοπικούς κρυστάλλους ή πηκτώδες υλικό με μεγάλο εμβαδόν επιφανείας, σκόνη η οποία, αφού αναμιχθεί με αδρανή υλικά, χρησιμοποιείται ως κονίαμα και σκυρόδεμα, τα πιο διαδεδομένα σήμερα στον κόσμο οικοδομικά υλικά, αλλ. υδραυλική κονία ή, απλώς, κονία (α. «τσιμέντο Πόρτλαντ» β. «τσιμέντο σκωρίας»)
2. φρ. «τσιμέντο να γίνει» — λέγεται ως κατάρα ή για δήλωση συγκατάβασης ή πλήρους αδιαφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cemento < λατ. caementum «ακατέργαστος λίθος» < ρ. caedo «κόβω»].