υβρίζω
Greek Monolingual
ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α
εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις
νεοελλ.
1. βρίζω
2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία»)
αρχ.
1. φέρομαι με αυθάδεια, συμπεριφέρομαι υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην ακολασία (α. «ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», Θέογν.
β. «ὑμῖν ὑβρισθείς
θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», Ευρ.)
2. (ως δικανικός όρος στο αττ. δίκ.) κακοποιώ ή βιάζω («γυναῖκες και παῖδες ὑβρίζονται», Θουκ.)
3. (για ζώα) εκδηλώνω τη δύναμη και την ευρωστία μου με ζωηρές κινήσεις
4. (για ποταμό) ξεχειλίζω και παρασύρω με το ρεύμα μου
5. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα
6. (σχετικά με σαρκική επαφή) διαπράττω ασέλγεια
7. παθ. ὑβρίζομαι
ευνουχίζομαι
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑβρισμένος, -η, -ον
υπερβολικά επιδεικτικός
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑβρισμένα
οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις
10. φρ. α) «ὑβρίζω ἐπί τινα» — αλαζονεύομαι για την νίκη μου εναντίον κάποιου (Ευρ.)
β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — κακοποιώ τα μάγουλα» (Αριστοφ.).