φθαρτός

English (LSJ)

φθαρτή, φθαρτόν, destructible, perishable, opp. ἀΐδιος, Id.APo.75b24, 85b18, Metaph.992b17, 1058b26, Ocell.1.4, Plu. 2.106d, S.E.M.9.141, etc.; Glossaria on θνητός, Sch.Theoc.24.171 (Antinoë Pap.).

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθείρω, verderbt, getödtet, zu verderben, zu tödten, sterblich, vergänglich.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
corruptible.
Étymologie: φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

φθαρτός: [adj. verb. к φθείρω подверженный порче или разрушению, обреченный на гибель, преходящий Arst., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

φθαρτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φθείρω, ὁ ὑποκείμενος εἰς φθοράν, ἀντίθετον τῷ ἀΐδιος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 8, 2., 1. 24, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 8.

English (Strong)

from φθείρω; decayed, i.e. (by implication) perishable: corruptible.

English (Thayer)

φθαρτη, φθαρτόν (φθείρω), corruptible, perishable (Vulg. corruptibilis): ἄνθρωπος, i. e. mortal, opposed to ὁ ἄφθαρτος Θεός, οὐ φθαρτοῖς ἀργυρίῳ ἤ χρυσίῳ, not with corruptible things, with silver or gold, Winer's Grammar, § 59,5 at the end) (χρυσός καί ἄργυρος, ὀυσιαι φθαρται, Philo de cherub. § 14; οὐκ ἄργυρον οὐδέ χρυσόν τινα, ἤ ἄλλο τῶν ἐν ὕλαις φθαρταις, de congr. erudit. grat. § 20); neuter τό φθαρτόν, that which is liable to corruption (τό φθαρτόν τοῦτο this corruptible (A. V.)), Diodorus 1,6; Philo de legg. alleg. 2,1; de cherub. § 2; (Aristotle), Plutarch, Sextus Empiricus, others; Wisdom of Solomon 14:8.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθαρτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός
(ανατ.-φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην εκκριτική φάση του καταμηνίου κύκλου και αποβάλλεται κατά την περίοδο
αρχ.
1. φτωχός ή άξιος καταφρόνησης
2. θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ.].

Greek Monotonic

φθαρτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φθείρω, φθαρτός (αλλοιωμένος), σε Αριστ.

Middle Liddell

φθαρτός, ή, όν verb. adj. of φθείρω
perishable, Arist.

Chinese

原文音譯:fqartÒj 弗他而拖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:(會)敗壞的 相當於: (מִשְׁחַת‎ / מָשְׁחָת‎)
字義溯源:必朽壞的,朽壞的,會腐敗的;能壞的;源自(φθείρω)*=毀壞)
出現次數:總共(6);羅(1);林前(3);彼前(2)
譯字彙編
1) 能壞的(3) 林前9:25; 彼前1:18; 彼前1:23;
2) 必朽壞的(2) 羅1:23; 林前15:54;
3) 朽壞的(1) 林前15:53

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φθείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

perishable

Catalan: perible; Dutch: beperkt houdbaar, bederfelijk; Finnish: pilaantuva; French: périssable; German: verderblich, leichtverderblich, vergänglich, kurzlebig, begrenzt haltbar; Greek: φθαρτός; Ancient Greek: ἐπίκαρος, ἐπικήριος, ἐπίκηρος, εὔφθαρτος, φθαρτός, φθίδιος, φθόριμος; Gothic: 𐍂𐌹𐌿𐍂𐌴𐌹𐍃; Hungarian: romlandó; Italian: deperibile; Manx: çherraghtagh; Marathi: नाशिवंत; Norwegian: lettbedervelig; Portuguese: perecível; Spanish: perecedero, caduco, efímero