ψυγείο
Greek Monolingual
το / ψυγεῖον, ΝΑ
νεοελλ.
1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα
2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η ψύξη διασφαλίζεται με τη χρήση πάγου, κν. παγωνιέρα
3. τεχνολ. σύστημα απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για προστασία τους από την υπερθέρμανση
4. όχημα ή πλοίο εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα έτσι ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα
5. φρ. «ψυγείο αυτοκινήτου» — εναλλάκτης θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η θερμότητα του ψυκτικού υγρού του κινητήρα
αρχ.
1. (κυρίως κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο ψύχεται νερό
2. ψυκτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του αορ. ἐψύγην του ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -εῖον (πρβλ. σφαγεῖον)].