плодородный
Russian > Greek
ἐνεργός, πολύσπορος, βαθύς, βαθύσπορος, πίων, εὔοχθος, πολύκαρπος, πολυτραφής, καρποφόρος, κάρπιμος, ἐργατήσιος, εὔκαρπος, ἀρώσιμος, γόνιμος, βούνομος, εὔκρατος, πολύβωλος, εὔγειος, βαθύγειος, βαθύγεως, βαθύγαιος, εὐγενής, εὐηγενής, βωλάκιος, ἐριβῶλαξ, παχύς