βωλάκιος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλάκιος Medium diacritics: βωλάκιος Low diacritics: βωλάκιος Capitals: ΒΩΛΑΚΙΟΣ
Transliteration A: bōlákios Transliteration B: bōlakios Transliteration C: volakios Beta Code: bwla/kios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, lumpy, loamy, opp. dry sandy soil, γῆ Pi.P.4.228.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
aterronado ἀνὰ βωλακίας ... γᾶς Pi.P.4.228, cf. Hsch., Zonar.

German (Pape)

[Seite 468] schollig, fruchtbar, γῆ Pind. P. 4, 228.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωλάκιος -α -ον βῶλαξ vol kluiten.

Russian (Dvoretsky)

βωλάκιος: (ᾰ) состоящий из комьев, т. е. не песчаный, плодородный (γᾶ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

βωλάκιος: -α, -ον, ὁ ἔχων βώλακας, παχύς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἔδαφος ἀμμῶδες ἢ ξηρόν, Πίνδ. II. 4. 406.

English (Slater)

βωλᾰκιος
1 sodded, clodded ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας, -ίαις codd.) (P. 4.228)

Greek Monolingual

βωλάκιος, -α, -ον (Α) βώλαξ
(για έδαφος) αυτός που έχει βώλους, παχύς, εύφορος.