ἀβίαστος

English (LSJ)

ἀβίαστον, (βιάζομαι)
A unforced, without force or without violence, Pl.Ti. 61a; τὸ ἀβίαστον φυλάξει = shall maintain order, PThead.19.21.
2 unstrained, unaffected, χάρις D.H.Dem.38.
3 not liable to compulsion, ἀ. τὸ ἀπαθεί Porph. ap. Eus.PE5.10.
4 irresistible, Sch.Opp.H. 2.8.
5 Adv. ἀβιάστως = without violence Arist.MA703a22, Aët.9.28, Simp. in Epict. p.117D.

Spanish (DGE)

-ον
1 no sometido a fuerza o presión física, no forzado ἀέρα ... ἀβίαστον δὲ κατατήκει μόνον πῦρ al aire que no ha sido forzado sólo lo dilata el fuego Pl.Ti.61a, (ἡ τοῦ πνεύματος φύσις) ἀβίαστος συστελλομένη Arist.MA 703a22
fig. del estilo no forzado, natural χάρις D.H.Dem.38.
2 protegido contra toda violencia, inatacable, no coaccionado ὅπως διαφυλάξῃς με ἀβίαστον PCair.Isidor.79.15 (IV d.C.), cf. PHarris 132.8 (V d.C.), εἶναι ἄσυλον καὶ ἀβία[στον τα] ὐτὸ χωρίον IGLS 2501bis.2 (V d.C.)
subst. τὸ ἀβίαστον φυλάξει = cuidará que no haya violencia, PSakaon 40.21 (IV d.C.).
3 que no puede ser obligado, que no puede ser forzado o violentado τὸ ἀπαθές Porph.Ep.Aneb.1.2, ἐπὶ τούτῳ ῥιγεδανὴν ἀβίαστον ἑκούσιος ἤλυθον ὥρην Nonn.Par.Eu.Io.12.27, cf. Procl.in Ti.1.93.15
que no se puede forzar, inamovible del destino, Sch.Opp.H.2.8.
II adv. ἀβιάστως
1 medic. sin apretar u sin oprimir de la reducción de una hernia ἠρέμα, ἀβιάστως καὶ ἀθλίπτως Archig. en Aët.9.28 (p.337), δακτύλων ἐπικειμένων ἀ. Gal.9.318.
2 sin ser violentado u sin ser obligado respecto a la voluntad διαζῆσαι M.Ant.7.68, δέονται ... οἱ πάσχοντες ᾧδε παρηγορηθῆναι μὲν ἀ. Gal.11.659, ἔχων Procl.in Ti.1.64.25, ref. a Cristo συναρμόζεται τῷ θεῷ σὰρξ ἀβιάστως Apoll.Fr.79.

German (Pape)

[Seite 3] ungezwungen, freiwillig, Plat. Tim. 61 a; neben ἀήττητος Plut. abs. Stoic. op. 1; – adv., Arist. de mot. anim. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non violenté, libre;
2 non forcé, naturel en parlant du style.
Étymologie: , βιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀβίαστος: невынуждаемый, не подвергающийся внешнему насилию, свободный от воздействия внешних сил Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίαστος: -ον, (βιάζομαι) μὴ βιασθείς, ὁ ἄνευ δυνάμεως ἢ βίας. Πλατ. Τιμ. 61 Α: μὴ βεβιασμένος, ἀπροσποίητος, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 28. ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. π. ζ. κινήσεως, 10. 4.

Greek Monotonic

ἀβίαστος: -ον (βιάζω), αυτός που δεν βιάσθηκε, που δεν εξαναγκάστηκε, αυθόρμητος, εκούσιος, εθελούσιος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

βιάζω
unforced, without violence, Plat.