ἀνθολκή

English (LSJ)

ἡ, pulling in the contrary direction, retraction, Aret.CA 1.4; revulsion in venesection, Antyll. ap. Orib.7.11.1; means of drawing back, D.C.35.5; counterpoise, τοῦ βλάπτοντος ἀ. Plu.2.20c; resistance, countercheck, ἀνθολκαὶ καὶ διατριβαί Id.Luc.11.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 acción de tirar en dirección contraria, succión de una ventosa, Aret.CA 1.4.15.
2 posibilidad de sacar una flecha de doble punta τὸ γὰρ ἕτερον ... σιδήριον ἔνδον, ἅτε μηδεμίαν ἀνθολκὴν ἔχον, ἐγκατελείπετο pues la otra punta, no habiendo medio de sacarla, se quedaba dentro D.C.36.5.2.
3 fig. contrapeso τοῦ βλάπτοντος ἀ. contrapeso contra el que perjudica Plu.2.20c
resistencia, retención Λευκόλλῳ Plu.Luc.11, τῆς φύσεως Synes.Dio M.66.1132B.
4 medic. revulsión en la venesección, Antyll. en Orib.7.11.1.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, das Entgegenziehen, Gegengewicht, Sp.; ἀνθολκὰς καὶ διατριβὰς μηχανᾶσθαί τινι, entgegenwirken, Plut. Lucull. 11.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de tirer en sens contraire ; résistance.
Étymologie: ἀνθέλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθολκή:
1 отталкивание, отбрасывание (τινος Plut.);
2 противодействие, сопротивление (ἀνθολκὰς μηχανᾶσθαί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθολκή: ἡ, (ἀνθέλκω) τὸ ἀνθέλκειν, ἡ ἕλξις πρὸς τοὐναντίον μέρος, ἀντίπραξις. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 4· ἀντισήκωμα, Δίων Κ. 35. 5· τοῦ βλάπτοντος ἀνθ. Πλούτ. 2. 20C: ἀντίστασις, ἀνθολκὰς Λουκούλλῳ καὶ διατριβὰς ὀπίσω μηχανώμενος ὁ αὐτ. Λουκ 11.

Greek Monolingual

ἀνθολκή, η (Α)
1. η έλξη προς την αντίθετη κατεύθυνση
2. η αντίπραξη.

Greek Monotonic

ἀνθολκή: ἡ (ἀνθέλκω), έλξη, τράβηγμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίσταση, αντίδραση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀνθέλκω
a pulling in the contrary direction, resistance, Plut.

Translations

counterweight

Catalan: contrapès; Dutch: contragewicht; Finnish: vastapaino; French: contrepoids; German: Gegengewicht; Greek: αντίβαρο; Ancient Greek: ἀνθολκή, ἀντιρροπία, ἀντίρροπον, ἀντισήκωμα, ἀντισήκωσις, ἀντισοῦν, ἀντιστάθμησις, σήκωμα, τὸ ἀντίρροπον, τὸ ἀντισοῦν; Gujarati: ધડો; Irish: frithmheáchan; Italian: contrappeso; Norwegian Bokmål: motvekt; Nynorsk: motvekt; Polish: przeciwwaga; Portuguese: contrapeso; Romanian: contragreutate; Russian: противовес; Spanish: contrapeso; Swedish: motvikt; Tagalog: gantimbigat; Turkish: denge ağırlığı; Ukrainian: противага; Walloon: contrumas