ἀνόμοιος

English (LSJ)

ἀνόμοιον, Pl.Phlb. 13e, etc., also α, ον Isoc.12.225, etc.:—
A unlike, dissimilar, Pi.N.8.28; ἀ. τινι unlike it, Pl.Grg. 513b, al.; ἐξ ἀνομοίων ἡ πόλις is composed of dissimilar elements, Arist.Pol.1277a5. Adv. ἀνομοίως Th.1.84, Pl.R. 388c, al.; ἀ. ἔχειν X.An.7.7.49.
2 of number, = ἑτερομήκης, Theol.Ar.9,58.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α Isoc.12.225, Philostr.VS 563]
I 1diferente ἕλκεα Pi.N.8.28, ἀρεταί Ph.1.183, cf. Aesar.1
c. dat. diferente de εἰ ... μηδεμίαν ἀνόμοιον φαίην ἐπιστήμην ἐπιστήμῃ γίγνεσθαι Pl.Phlb.14a, σε ποιήσει μέγα δύνασθαι ... ἀνόμοιον ὄντα τῇ πολιτείᾳ Pl.Grg.513b, ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ LXX Sap.2.15, εἰκὼν ... ἀ. μοι Luc.Salt.4, ἰδέαι πολλαὶ καὶ ἀνόμοιαι μὲν ἀλλήλαις Philostr.l.c.
subst. τὸ ἀ. lo desemejante Philol.B 6, γίνεται οὖν τοῖς ἀνομοίοις φιλία Arist.MM 1210a13, ἀνομοίων ἡ πόλις la polis (está compuesta) de elementos diferentes Arist.Pol.1277a5, τὰ ἄψυχα τὰς μίξεις πρὸς τὰ ἀνόμοια ποιεῖται Plu.2.96d, τὸ ἀνόμοιον αὐτῶν (τῶν ὁδῶν) Luc.Herm.26, τὸ ὅμοιον ἢ ἀ. Ptol.Iudic.16.19.
2 heterogéneo ἐπῳδός respecto a estrofa y antístrofa, Tz.Metr.Pind.19.15
de un número no cuadrado e.d. producido por la multiplicación de dos factores desiguales (por ej. 8 = 4 x 2) Theol.Arith.9, 58.
3 incapaz c. πρός y ac. ἄπορος ... καὶ ἀνόμοιος πρὸς τὴν λ[ι] τουργείαν PPetaus 12.9 (II d.C.).
II adv. -ως de manera diferente Th.1.84, Pl.R.388c, X.Cyn.5.17, D.23.41
ἀνομοίως ἔχειν ser diferente X.An.7.7.49.

German (Pape)

[Seite 241] unähnlich, ungleich, καὶ διάφορος Plat. Legg. IX, 716 d (ἀνομοία Lob. Phryn. 106); τινί, öfter; ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς Parm. 165 d; ἐναντιώτατα καὶ ἀνομοιότατα 159 a; τὸ ἀνόμοιον, Unähnlichkeit. – Adv. ἀνομοίως.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
dissemblable, différent de, τινι.
Étymologie: , ὅμοιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόμοιος: и 3
1 несходный, неодинаковый Pind., Arph., Isocr., Arst.;
2 непохожий (τινι Xen., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόμοιος: -ον, Πλάτ. Φίληβ. 14Α, κτλ., ὡσαύτως α, ον, Ἰσοκρ. 279D, κτλ.: - οὐχὶ ὅμοιος, διάφορος, Πινδ. Ν. 8. 48, συχν. παρὰ Πλάτ., ἐξ ἀνομοίων ἡ πόλις, σύγκειται ἐκ διαφόρων καὶ οὐχὶ ὁμοίων στοιχείων, Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 6˙ ἀνόμοιός τινι Πλάτ. Γοργ. 513B, καὶ ἀλλαχοῦ˙ περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54, γραφῆς τῶν χειρογράφων τά τ’ ἀνόμοια ἴδε ἐν λέξ. γαιανόμος. - Ἐπίρρ. -ως, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 388C, καὶ ἀλλαχοῦ˙ ἀνομοίως ἔχειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 49.

English (Slater)

ᾰνόμοιος unequal, dissimilar ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (sc. Aias and Odysseus: τουτέστι οὐδὲ ἐξ ἴσου τοῖς Τρωσὶν ἐπολέμησαν ἀλλ' ὁ μὲν Ὀδυσσεὺς δειλὸς ἦν, ὁ δὲ Αἴας ὠθεῖτο εἰς τοὺς πολεμίους. Σ.) (N. 8.28)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνόμοιος, -ον)
αυτός που δεν είναι όμοιος με κάτι ή κάποιον, διαφορετικός
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. η ανομοιότητα
μσν.
οἱ Ἀνόμοιοι
Αρειανοί των άκρων, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Υιός δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Πατέρα.

Greek Monotonic

ἀνόμοιος: -ον και -α, -ον, ανόμοιος, διαφορετικός, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἀν. τινι, διαφορετικός από αυτό, σε Πλάτ.· επίρρ. -ως, σε Θουκ.· ἀν. ἔχειν, είναι ανόμοια, διαφορετικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

and α, ον, unlike, dissimilar, Pind., Plat.; ἀν. τινι unlike it, Plat.:—adv. -ως, Thuc.; ἀν. ἔχειν to be unlike, Xen.

English (Woodhouse)

dissimilar, unlike