ἀπορρώξ
English (LSJ)
ἀπορρῶγος, ὁ, ἡ, (ἀπορρήγνυμι)
A broken off, abrupt, sheer, precipitous, ἀκταί Od.13.98; πέτρα X.An.6.4.3, cf. Arist.HA611a21, Call.Lav.Pall.41.
2 Subst., cliff, precipice, Plb.7.6.3, etc.; ἀκμή AP7.693 (Apollonid.); abyss, J.BJ1.21.3.
II fem. Subst., piece broken off, Κώκυτός θ' ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ branch of the Styx, Od.10.514, cf. Il. 2.755; ἀλλὰ τόδ' ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ = is an efflux, a distillation of nectar (ἀπόσταγμα Hsch.), Od.9.359; ἀπορρὼξ Ἐρινύων limb of the Furies, Ar.Lys.811 (lyr.); ἡ δὲ προφητείη δίης φρενός ἐστιν ἀπορρώξ Orac. ap. Luc.Alex.40; μελέων ὀλίγη τις ἀπορρώξ some small portion of melody, AP7.571 (Leont.); ἀπορρὼξ δραχμαίη portion of a drachm's weight, Nic.Th.518; ἀπορρῶγες σπλάγχνου Aret.SD1.10; ἀπορρὼξ τῆς πόλεως, of Samos, Demad. ap. Ath.3.99d; μουνογενής τις ἀπορρὼξ φύλου ἄνωθεν Χαλδαίων Orph.Fr.247.23.
Spanish (DGE)
-ῶγος
• Alolema(s): tb. ἀπορώξ Gr.Shorthand Man.606
• Morfología: [ép. dat. plu. ἀπορρώγεσσιν Call.Lau.Pall.41]
I adj. abrupto, escarpado, empinado ἀκταί Od.13.98, πέτρα X.An.6.4.3, Arist.HA 611a21, Plb.5.59.6, Call.l.c., LXX 2Ma.14.45, Philostr.Im.2.17.11, de rocas arrojadas por un volcán, Str.1.3.18, cf. Gr.Shorthand Man.l.c.
II subst. ἡ
1 escarpadura, pendiente συμβαίνει ... τὴν πόλιν ... περιέχεσθαι πᾶσαν ἀπορρῶγι μεγάλῃ Plb.5.24.4, cf. 7.6.3, 5
•risco, precipicio en el paso de los Alpes, Plb.3.54.7, εἰς ἀμέτρητον ἀπορρῶγα βαθύνεται I.BI 1.405
•junto al mar peña, roca, acantilado ἐξ ἄκρης ἀπορρῶγος AP 7.693 (Apollonid.), cf. I.BI 3.426.
2 de ríos ramal, derivación, brazo Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀ. el Titareso Il.2.755, cf. A.Fr.273a.11, el Cocito Od.10.514, φέρε γάρ τις ἀ. κόλπον ἐς Ὠκεανοῖο A.R.4.637, cf. Plu.2.167a, οἵη ποταμοῖο ἀπορρὼξ εἰλεῖται = se enrosca como el ramal de un río de la constelación del Dragón, Arat.45.
3 fig. derivado o descendiente c. gen. ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ = del vino ofrecido al Cíclope Od.9.359, ἀ. Ἐρινύων retoño de las Erinis Ar.Lys.811, ἀπορρῶγα τῆς πόλεως de Samos un trozo de Atenas Demad.28 (cód.), τὴν Σικελίαν ... ἀπορρῶγα τῆς Ἰταλίας εἰκάζοι τις ἄν Str.1.3.10, ἀ. φύλρυ ... Χαλδαίων Orph.Fr.247.23, προτέρων μελέων ὀλίγη τις ἀ. un pequeño retazo de canciones primitivas, AP 7.571 (Leont.), ἡ δὲ προφητείη δίης φρενός ἐστιν ἀ. Orác. en Luc.Alex.40
•vastago, descendiente de la Virgen con relación a David, Paul.Sil.Soph.434
•c. adj. ἀ. δραχμαίη fracción, parte de una dracma Nic.Th.518.
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ, ἡ)
I. adj. abrupt, escarpé;
II. subst. ἡ ἀπορρώξ :
1 roche escarpée ; précipice;
2 bras de rivière;
3 épanchement d'un liquide tombant goutte à goutte.
Étymologie: ἀπορρήγνυμι.
English (Autenrieth)
ῶγος (ϝρήγνῦμι): adj., abrupt, steep; ἀκταί, Od. 13.98; as subst., fragment; Στυγὸς ῦδατος, ‘branch,’ Il. 2.755, Od. 10.514; said of wine, ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ, ‘morsel,’ ‘drop,’ ‘sample,’ Od. 9.359.
Greek Monolingual
ἀπορρώξ, (-ῶγος), ο, η (AM) απορρήγνυμι
1. αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος, κρημνώδης
2. ως ουσ. γκρεμός, απότομος βράχος
3. το θηλ. ως ουσ. μέρος, τμήμα που έχει αποσπαστεί
4. μέλος του σώματος
5. απόσταγμα.
Greek Monotonic
ἀπορρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (ἀπορρήγνυμι)·
I. αποκομμένος, απότομος, τραχύς, απόκρημνος, Λατ. praeruptus, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
II. ως θηλ. ουσ.,
1. τεμάχιο, μέρος που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς ἀπορρώξ, διακλάδωση των υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ἀπορρῶξ νέκταρος, εκροή, απόσταγμα, απόσταξη, λέγεται για το νέκταρ, σε Ομήρ. Οδ.
German (Pape)
ῶγος, abgerissen, schroff, προβλῆτες ἀκταὶ ἀπορρωγες Od. 13.98; Στυγὸς ὕδατος ἀπορρώξ, ein Arm der Styx, Il. 2.755, Od. 10.514; ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἀπορρώξ, gleichsam ein Stück Ambrosia und Nektar, Od. 9.359; – ἄκρη ἀπ. Apollond. 26 (VII.693); πέτρα Xen. An. 6.2.3; Pol. 5.59.6 und sonst; ohne πέτρα, ἡ, der steile Fels, 3.54.7; vgl. DS. 14.116 und Jacobs zu Philostr. p. 497; Sproß, Ἐρινύων, Furiengezücht, Ar. Lys. 811; Χαλδαίων Orph. frg. 2.23.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρώξ: ῶγος adj. обрывистый, крутой (ἀκταί Hom.; πέτρα Xen.; κρημνός Plut.; ἄκρη Anth.).
ῶγος ἡ
1 обрывистая скала, обрыв Polyb.;
2 ответвление реки, рукав (Στυγὸς ὕδατος Hom., Plut.);
3 кусок, (подлинная) часть, отпрыск (ἀμβροσίης καὶ νέκταρος Hom.; Ἐρινύων Arph.; δίης φρενός Luc.).
Middle Liddell
ἀπορρήγνυμι
I. broken off, abrupt, sheer, precipitous, Lat. praeruptus, Od., Xen.
II. as fem. Subst. a piece broken off, Στυγὸς ἀπορρώξ a branch or off-stream of the Styx, Il.
2. ἀπ. νέκταρος an efflux, distillation of nectar, Od.