ἀφθογγία

English (LSJ)

ἡ, speechlessness, λίθου Callistr.Stat.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ mudez, incapacidad de hablar τοῦ λίθου Callistr.9.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀφθογγία)
νεοελλ.
αδυναμία παραγωγής φθόγγων και συνεπώς παρεμπόδιση της ομιλίας λόγω σπασμού των μυών της γλώσσας και του φάρυγγα κάθε φορά που θέλει να μιλήσει ο ασθενής
αρχ.
το να είναι κάποιος άφωνοςἀφθογγία λίθου»).

Translations