ἀφροδίσιος

English (LSJ)

ἀφροδισία, ἀφροδίσιον, also ἀφροδίσιος, ον D.H.2.24, Luc.Am.12, Ael.NA1.2:—
A belonging to the goddess of love, ἔργον Semon.7.48; ἄγρα S.Fr.166; ὅρκος Pl.Smp. 183b; ἀθύρματα Crates Com.2D.; λόγος Pl.Com.2D.; κῆπος Archipp.2D.; ὑμέναιον Pherecr.12D.
II Ἀφροδίσια, τά, sexual pleasures, Hp.Mochl.36, freq. in Pl., as Phd.81b, al.; τέρπν' ἄνθε' Ἀφροδίσια Pi.N.7.53; τὰ τῶν ὡραίων Ἀφροδίσια X.Mem.2.6.22; ἔργα Ἀ. Hp.Jusj.:—also as concrete, = amasius, X.Mem.1.3.8.
2 festival of Aphrodite, Ἀφροδίσια ἄγειν Id.HG5.4.4, Alex. 253.1.
3 pudenda, Luc.Nigr.16.
III Ἀφροδίσιον, τό, temple of Aphrodite, X.HG5.4.58, GDI5075.70 (Crete); statue of Aphrodite, Plu.Thes. 21, PPetr.3p.113.
2 in plural, brothels, PTeb.6.29(ii B. C.).
IV Ἀφροδίσιος, ὁ (sc. μήν), name of a month in Cyprus, Porph.Abst.2.54, etc.

Spanish (DGE)

ἀφροδισία, ἀφροδίσιον
• Alolema(s): ἀφροδείσιος Phld.Mus.4.15.7
• Morfología: [-ος, -ον D.H.2.24, Ael.NA 1.2, Luc.Am.12]
I adj.
1 consagrado o propio de Afrodita ἄνθεα Pi.N.7.53, ἔρωτες Pi.Fr.128.1, ὑμέναιος Pherecr.205, κῆπος Archipp.45a, δρυμός en Arcadia, Paus.8.25.1, μυστήρια Ach.Tat.5.16.3, τρίκλινον Ath.207e, αὖραι Luc.Am.12, dud. ἄγρα S.Fr.166.
2 de amor, amoroso ἀθύρματα Crates Com.23, D.C.58.2.5, Anacreont.55.8, ὅρκος ἀ. Pl.Smp.183b, Hsch., θήρατρα Hld.2.25.1, ἀ. λόγοι historias de amor Semon.8.91, Pl.Com.55
esp. licencioso, lujurioso λόγοι Ael.NA 6.1
Ἀ. tít. de una comedia de Menandro, Stob.4.20.39, de Antífanes, Ath.449b.
3 del placer sexual, erótico ἔργον Semon.8.48, μίξεις D.H.2.24, ὁρμή Ael.NA 1.2, φυσικά Porph.Sent.32.
II subst. en neutr. plu.
1 los placeres del amor Democr.B 235, Hp.Art.50, Mochl.37, Pl.Phd.81b, R.329a, Lg.841e
X.Mem.1.3.8, 2.6.22, Prodic.B 2.30, Arist.Pr.880a12, Epicur.Fr.[22.1] 7, [84] 9, Plb.3.81.6, 6.7.7, Phld.l.c., SEG 18.641 (Alejandría I a.C.), Diog.Oen.29.2.11, Plu.2.33a, 785e, Ach.Tat.5.16.8.
2 burdeles, PTeb.6.29, UPZ 120.6 (II a.C.).
3 las vergüenzas Luc.Nigr.16.
III c. valor adverb. ἐπὶ νύμφαις ἀφροδίσιον γελώσαις a las novias que ríen amorosamente Synes.Hymn.9.7.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui concerne Aphrodite :
subst.
I. τὰ Ἀφροδίσια :
1 plaisir de l'amour ; ceux qui se livrent aux plaisirs de l'amour;
2 fête d'Aphrodite;
II. τὸ Ἀφροδίσιον :
1 statue d'Aphrodite;
2 sanctuaire d'Aphrodite.
Étymologie: Ἀφροδίτη.

German (Pape)

[Seite 415] ἀφροδισία, ἀφροδίσιον, auch 2 End., die Aphrodite, den Liebesgenuß betreffend, ἄγρα, Soph. frg. 178; ἄθυρμα Anacr. 53, 8; ἡδονή Plat. Ep. VII, 335 b; Conv. 183 b; τὰ ἀφροδίσια, Fest der Aphrodite, Xen. Hell. 5, 4, 4; the Liebeshändel, Liebesgenuß, bes. ausschweifender, Plat. u. sonst; Luc. Nigr. 16 die Geschlechtstheile.

Russian (Dvoretsky)

ἀφροδίσιος: (ῑ) любовный (ἔρωτες Pind.; ἄθυρμα Anacr.; ἡδονή Plat.; αὖραι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἀφροδίσιος: [δῑ], ἀφροδισία, ἀφροδίσιον, καὶ -ος, ον, Λατ. venereus, ἀνήκων εἰς τὴν θεὰν τοῦ ἔρωτος, Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 48, Σοφ. Ἀποσπ. 257· ὅρκος Πλάτ. Συμπ. 183Β. ΙΙ. Ἀφροδίσια, τά, σαρκικαὶ ἡδοναί, Ἱππ. Μοχλ. 861, συχν. εἰς Πλάτ.· τέρπν’ ἄνθε’ Ἀφρ. Πινδ. Ν. 7. 79· τὰ τῶν ὡραίων Ἀφρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· ὡσαύτως, ἔργα Ἀφρ. Ἱππ. Ὅρκ. 1: ― ὡσαύτως ὡς συγκεκριμένον, ὁ ἐρώμενος, τὰ παιδικά, Λατ. amasius, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 8. 2) ἑορτὴ τῆς Ἀφροδίτης, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 4, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1. 3) τὰ αἰδοῖα, Λουκ. Νιγρ. 16 (;). ΙΙΙ. Ἀφροδίσιον, τό, ναὸς τῆς Ἀφροδίτης, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 162· ἢ τὸ ἄγαλμα αὐτῆς, Πλουτ. Θησ. 21. ΙV. Ἀφροδίσιος, ὁ, ὄνομα μηνὸς ἐν Κύπρῳ, Πορφ. π. Ἀποχ. 2. 544, κτλ.

English (Slater)

Ἀφροδῑσιος of Aphrodite i. e. of love κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (cf. Hom., Il., 13. 636) (N. 7.53) χάριτας τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.

Greek Monotonic

Ἀφροδίσιος: [δῑ], -α, -ον και -ος, -ον·
I. αυτός που ανήκει στην Αφροδίτη, σε Πλάτ.
II. 1. Ἀφροδίσια, τά, οι σαρκικές ηδονές, σε Ξεν.
2. η γιορτή της Αφροδίτης, στον ίδ.
III. Ἀφροδίσιον, τό, ο ναός της Αφροδίτης, στον ίδ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀφροδίσιος, -ον και -ος, -α, -ον) Αφροδίτη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά του έρωτα Αφροδίτη
2. ο σχετικός με τη σαρκική ηδονή
νεοελλ.
«αφροδίσια νοσήματα» — λοιμώδεις νόσοι που συνηθέστατα μεταδίδονται με τη γενετήσια επαφή (βλενόρροια, μαλακό έλκος, σύφιλη)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀφροδίσια
α) οι σεξουαλικές απολαύσεις ή ηδονές
β) γιορτή προς τιμή της Αφροδίτης
γ) το γυναικείο αιδοίο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἀφροδίσιον
ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη
3. το αρσ. ως ουσ. Αφροδίσιος
ονομασία μηνός στην Κύπρο.

Middle Liddell

[From Ἀφροδίτη
I. belonging to Aphrodite, Plat.
II. Ἀφροδίσια, τά, sexual pleasures, Xen.
2. a festival of Aphrodite, Xen.
III. Ἀφροδίσιον, ου, τό, the temple of Aphrodite, Xen.