ἐννοσίγαιος
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίγαιος, ὁ, der Erderschütterer, Poseidon, weil man ihn als den Urheber der Erdbeben ansah, Hom. u. Hes. – Adj., ἐχέτλη, die Erde umstürzend, Nonn. 1, 327.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; abs. le dieu qui ébranle la terre.
Étymologie: *ἐνέθω, γαῖα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ép. ἐννοσίγαιος Il.7.455, Hes.Th.456; εἰνοσίγαιος Orph.A.1367
• Prosodia: [-ῐ-]
el que sacude el suelo, el que conmueve o estremece la tierra epít. ép. de Posidón Ποσειδάων γαιήοχος ἐ. Il.13.43, Hes.Th.15, cf. epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.17, Heraclit.All.38
•frec. como n. pr. Il.l.c., 20.20, Od.13.140, h.Hom.22.4, Nic.Al.172, Epic.Alex.Adesp.SHell.910.3, MAMA 10.177.19 (Frigia II/III d.C.), Opp.H.2.634
•asociado a epít. rel. ἐρίκτυπος Ἐ. Hes.Th.456, βαρύκτυπος Ἐ. Hes.Th.818, σεισίχθων ἐ. Orac.Sib.3.405, μεδέων πολιῆς ἁλὸς Ἐ. Mosch.2.149, ὑπέρβιος Ἐ. Q.S.14.568, πόντιος Ἐ. Nonn.D.6.290.
Russian (Dvoretsky)
ἐννοσίγαιος: и ἐνοσίγαιος 2 Hom., Hes., Luc. = ἐνοσίχθων.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίγαιος: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. ἐνίοτε ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· ἐννοσίγαιος ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, εἰνοσίφυλλος.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, γαῖα): earthshaker, epithet of Poseidon, god of the sea, as causer of earthquakes; joined with γαιήοχος, Il. 9.183.
Greek Monolingual
ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α)
(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + -γαιος < γαία].