ἐντυπόω
English (LSJ)
A carve or mould in or upon, τῷ νομίσματι ἐνετύπωσεν ἀπήνην Arist.Fr.568; ἐς τὰ νομίσματα ξιφίδια δύο D.C.47.25; ἄγαλμα Plot.5.8.6; also of a painter, APl.4.282 (Pall.): metaph., σχῆμα τῇ ψυχῇ ἐντετύπωκεν ὁ θεός Ph.1.106:—Med., Φειδίαν ἐν μέσῃ τῇ ἀσπίδι τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ἐντυπώσασθαι Arist.Mu.399b35:—Pass., Aristeas67; τύλοι ἐντετυπωμένοι Dsc.2.43; to be imprinted, of a birth-mark, Jul.Or.2.81c; also, to be flattened by pressure, Gal.UP 4.7, Hippiatr.38: metaph., ἐντετύπωται ταῖς θύραις is like a piece of carving on the doors, Philostr.VA8.7.11.
II metaph., τὸ ἰδίωμα τῇ λέξει ἐ. Longin.10.6.
Spanish (DGE)
I 1grabar, imprimir c. ac. de lo grabado y dat. del lugar o constr. prep. τῷ νομίσματι τῶν Ῥηγίνων ἐνετύπωσεν ἀπήνην καὶ λαγών Arist.Fr.568, ἐς τὰ νομίσματα ... εἰκόνα D.C.47.25.3, πράγματος ἄγαλμα ἐντυπώσαντες ἐν τοῖς ἱεροῖς de los ideogramas egipcios, Plot.5.8.6, cf. AP 16.282 (Pall.), en v. pas. τῷ ποτηρίῳ ἐντετυπῶσθαι τὰς Πλειάδας Ath.492d, λόγχη δὲ λέγεται περὶ τὴν Βοιωτίαν τοῖς Σπαρτοῖς ἐντυπωθῆναι como emblema distintivo de los Pelópidas, Iul.Or.3.81d, cf. Ach.Tat.2.3.2, Alex.Aphr.Febr.19.3, Philostr.VA 3.13
•en v. med. mismo sent. Φείδιαν ... ἐν μέσῃ τῇ ταύτης ἀσπίδι τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ἐντυπώσασθαι Arist.Mu.399b35
•hacer señal, marcar τὴν σωτήριον ἐντυπώσας σφραγῖδα marcando el signo de salvación (e.d. la cruz) en el agua, Thdt.H.Rel.13.9
•usos fig. τὸ σχῆμα τῇ ψυχῇ ἐντετύπωκεν ὁ θεὸς νομίσματος δοκίμου τρόπον Ph.1.106, cf. Iul.Mis.351c, ὁ δὲ ποιητὴς ... ἐνετύπωσε τῇ λέξει τοῦ κινδύνου τὸ ἰδίωμα el poeta imprimió en la palabra el carácter especial del peligro Longin.10.6, cf. Porph.Marc.26, en v. pas. ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη λίθοις 2Ep.Cor.3.7, ἐντετυπωμένη ... τῇ ἑαυτοῦ καρδίᾳ (ἡ αλήθεια) Basil.M.29.256D, cf. Meth.Symp.240
•en v. med. mismo sent. τὸ σωματικὸν χαρακτῆρα ταῖς μνήμαις ἡμῶν ἐντυπωσάμενοι Basil.Ep.197.1, μαθήματα ... ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐνετυποῦτο de Dios, Gr.Thaum.Pan.Or.8.21.
2 c. ac. de pers. y dat. de abstr. formar en παῖδας ... τοῖς ἤθεσιν ... ἐντυποῦσι los padres, I.BI 2.120.
II tema de perf. en v. med.-pas.
1 estar engastado en, inserto en c. ἐπί y dat. ἐφ' ᾗ (τράπεζα) κρυστάλλου λίθος ... ἐνετετύπωτο Aristeas 67, c. παρά y dat. λειχῆνες ἵππων -εἰσὶ δὲ τύλοι κατὰ περιγραφὴν ἐντετυπωμένοι παρὰ τοῖς γόνασι καὶ παρὰ ταῖς ὁπλαῖς- Dsc.2.43, fig., c. dat. ἐντετύπωται δ' ἀεὶ ταῖς τῶν δυνατῶν θύραις del filósofo enriquecido, Philostr.VA 8.7 (p.318).
2 medic. quedar moldeado, adaptado ἡ μὲν γαστήρ ... προμήκης ... καθ' ἃ δὲ περιβέβηκε τοῖς σπονδύλοις, ἐντετύπωται Gal.3.279, cf. Hippiatr.38.1.
III relig. marcar, e.d., nombrar part. perf. pas. subst. οἱ ἐντετυπωμένοι lat. praepositi, prepósitos de un monasterio, Basil.M.31.1313A, 1312C.
German (Pape)
[Seite 859] darin ein-, abdrücken, einprägen; τὴν αὑτοῦ μορφὴν ἐνετύπωσε Plut. Pericl. 31; ἐς τὰ νομίσματα ξιφίδια δύο ἐνετύπου D. Cass. 47, 25; von der Malerei Pallad. 93 (Plan. 282); νόμισμα Poll. 3, 86. – Med., in derselben Bdtg, φασὶ τὸν Φειδίαν τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον ἐντυπώσασθαι Arist. de mund. 6; Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐντυπῶ :
empreindre dans : μορφήν PLUT graver une image.
Étymologie: ἐν, τύπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐντῠπόω: вырезывать, чеканить, изображать (ἀπήνην τῷ νομίσματι Arst.; τὴν αὑτοῦ μορφήν Plut.; med. τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον Arst.): θύρσος ἐντετυπωμένος Plut. чеканное или резное изображение тирса.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῠπόω: τυπόω ἐν, ἐγχαράττω, τῷ νομίσματι ἐνετύπωσεν ἀπήνην Ἀριστ. Ἀποσπ. 527· καὶ ἐς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου Δίων Κ. 47. 25· ὡσαύτως ἐπὶ ζωγράφων, ἔγραψαν ἡμᾶς... ἐντυποῦντες σχήματα Ἀνθ. Πλαν. 282: - Μέσ., Φειδίαν ἐντυπώσασθαι τὸ ἑαυτοῦ πρόσωπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 29: - μεταφ. ἐν τῷ Παθ., ἐντετύπωται ταῖς τῶν δυναστῶν θύραις Φιλόστρ. 345. ΙΙ. ἐγγλύφω, ἀντίθετον τῷ ἐκτυπόω (ὅτε ἡ παράστασις ἐξέχει τοῦ ἐπιπέδου), αὐτοῦ τινα μορφὴν ἐνετύπωσε (ὁ Φειδίας) Πλουτ. Περικλ. 31: - μεταφ., τὸ ἰδίωμα τῇ λέξει Λογγῖνος 10. 6.
English (Strong)
from ἐν and a derivative of τύπος; to enstamp, i.e. engrave: engrave.
English (Thayer)
ἐντύπω: perfect passive participle ἐντετυπωμενος; to engrave, imprint (a figure): (followed by the dative ( with ἐν)), Winer's Grammar, 634 f (589)). (Aristotle, Dio Cassius, Plutarch, and in earlier fragment in Athen.)
Greek Monotonic
ἐντῠπόω: μέλ. -ώσω, εγχαράζω, εγγλύφω, σκαλίζω στην επιφάνεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to cut in intaglio, Plut.
Chinese
原文音譯:™ntupÒw 恩-替坡哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-打
字義溯源:打印,雕刻,蓋印,刻;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τυπικῶς / τύπος)=印模)組成;而 (τυπικῶς / τύπος)出自(τύπτω)*=重擊)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 刻(1) 林後3:7