ἐπίβουλος
English (LSJ)
ἐπίβουλον, plotting against, τοῖς καλοῖς Pl.Smp. 203d: abs., treacherous, νόσοι A.Supp.587 (lyr.); of persons, X.Cyr.1.6.27, Thphr. Char.1.7; [θηρίον] (i.e. παῖς) Pl.Lg.808d; δεινὸς καὶ ἐ. a deep designing fellow, Lys.Fr.75.2; γένος Diph. 66.4; πίθηκον, ἐ. κακόν Eub.115; ζῷα ἐ. Arist.HA488b16, 18; τὰ ἐ. τῶν ἀνθρώπων creatures which prey on man, Plu.2.727f; τὰ ἐ. τῆς ψυχῆς Porph.Antr.34; ἐ. ἀνέμων PMag.Leid.V.7.22: Comp. -ότερον, ζῷον Pl.Tht.174d: Sup. -ότατος D.Chr.10.7. Adv. ἐπιβούλως, γίγνεσθαι D.H.11.49, cf. Plu.2.715b, etc.; πράσσειν J.AJ17.5.7.
German (Pape)
[Seite 930] nachstellend, hinterlistig; Ἥρας νόσοι Aesch. Suppl. 582; neben κρυψίνους u. δολερός Xen. Cyr. 1, 6, 27; τινί, Plat. Conv. 203 d; aber τὰ ἐπίβουλα καὶ πολέμια τῶν ἀνθρώπων, gegen die Menschen, Plut. Symp. 8, 7, 3; δυσκολώτερον ζῶον καὶ ἐπιβουλότερον Plat. Theaet. 174 d. – Adv., Plut.; ἐπιβούλως διακεῖσθ αι πρός τινα D. Hal. 11, 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;
Cp. ἐπιβουλότερος, Sp. ἐπιβουλότατος.
Étymologie: ἐπί, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίβουλος:
1 строящий козни (τινι Plat. и τινος Plut.);
2 коварный, предательский (καὶ ἐ. καὶ κρυψίνους καὶ δολερός Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβουλος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐναντίον τινὸς μηχανώμενος ἢ σχεδιάζων κακόν τι, τινι Πλάτ. Συμπ. 203Ε· δόλιος, προδοτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 587, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27, Πλάτ. Νόμ. 808D· δεινὸς καὶ ἐπ., ἄνθρωπος βαθύς, πλήρης σχεδίων, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 2· πίθηκον, ἐπ. κακὸν Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ζῷα ἐπ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 32· τὰ ἐπίβουλα, δολιότητες, Πλούτ. 2. 727F:- Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Θεαίτ. 174D.- Ἐπίρρ. ἐπιβούλως, ἐπιβούλως γίγνεσθαι Διον. Ἁλ. 11. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίβουλος, -ον) επιβουλεύω
1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον
2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα
βλαβερά όντα.
Greek Monotonic
ἐπίβουλος: -ον (ἐπί, βουλή), αυτός που συνωμοτεί εναντίον, τινι, σε Πλάτ.· δόλιος, ύπουλος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπί-βουλος, ον [ἐπί, βουλή
plotting against, τινι Plat.: treacherous, Xen.