ἐπικαταβάλλω

English (LSJ)

Ep. aor. 2 ἐπικάββαλον, τῷ
A δ' ἐπὶ φᾶρος κάββαλε A.R.4.187, cf. Q.S.14.583:—cast over, Il.cc.; throw down upon, ἐπικαταβάλλω τὸν οἶκόν τισι, of Samson, J.AJ5.8.12, cf. 14.15.5; throw down at, πέτρους D.C.50.33.
2. let fall down or let droop at a thing, τὰ ὦτα X.Cyn.4.3.
3. impose a fine, Tab.Heracl.1.134, where for ἐπικαταβάνοντι Ahrens corrected ἐπικαταβαλίοντι (fut.part.).
4. Pass., to be distrained upon by a creditor, Meyer Juristische Papyri p.224 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 946] (s. βάλλω), dazu herabwerfen, Ios. u. a. Sp.; τὰ ὦτα, hangen lassen, Xen. Cyn. 4, 3; p. ἐπικαββάλλω, Ap. Rh. 4, 188; Qu. Sm. 14, 583.

French (Bailly abrégé)

1 faire tomber sur;
2 laisser tomber, tenir baissé.
Étymologie: ἐπί, καταβάλλω.

Greek Monolingual

ἐπικαταβάλλω (Α)
1. καταρρίπτω κάτι επάνω σε κάποιον
2. ρίχνω εναντίον κάποιου από ψηλό μέρος
3. αφήνω κάτι να πέσει προς τα κάτω («oἱ κύνες ἐπικαταβάλλουσι τὰ ὦτα», Ξεν.)
4. επιγρ. επιβάλλω πρόστιμο
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικαταβεβλημένος, -η, -ον
πάπ. αυτός πάνω στον οποίο έγινε επικαταβολή, κατάσχεση.

Greek Monotonic

ἐπικαταβάλλω: μέλ. -καταβαλῶ, αφήνω κάτι να πέσει προς τα κάτω, τὰ ὦτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταβάλλω: досл. бросать вниз, перен. опускать (κύνες ἐπικαταβάλλουσαι τὰ ὦτα Xen.).

Middle Liddell

fut. -καταβαλῶ
to let fall down at a thing, τὰ ὦτα Xen.