ἐπισταδόν

English (LSJ)

Adv., (ἐφίστημι, ἐπιστῆναι) standing over each in turn (ἐφιστάμενος ἑκάστῳ EM364.35), i.e. one after another, successively, νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐ. Od.12.392; νώμησεν δ' ἄρα πᾶσιν ἐ. 13.54; standing by, A.R.1.293; ἐ. οὐτάζοντες standing up to each other, Id.2.84.—The words of Od.16.453, δόρπον ἐ. ὡπλίζοντο, seem to have given rise to the other expl. of the Sch., ἐπισταμένως, ἐμπείρως (as if from ἐπίσταμαι).

German (Pape)

[Seite 981] hinzutretend, hinangehend, νείκεον ἄλλοθεν ἄλλονἐπισταδόν Od. 12, 392; νώμησεν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν 13, 54. 18, 425; sp. D., ταὶ δὲ γυναῖκες ἀμφίπολοι γοάασκον ἐπ. Ap. Rh. 1, 293, ἐπ. οὐτάζοντες 2, 84, ποσσὶν ἐπ. ᾐωρεῖτο, daraufstehend, 4, 1687; die Erklärung ἐπισταμένως, kundig, obgleich schon von den alten Erkl. Homers erwähnt (δόρπον ἐπ. ὡπλίζοντο Od. 16, 453, wo auch ἐφεξῆς erkl. wird), ist nicht einmal in den Stellen, wo vom Weineinschenken die Rede ist, zu billigen.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en se tenant sur ou devant;
2 en se tenant successivement devant chacun ; successivement, l'un après l'autre.
Étymologie: ἐφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστᾰδόν: adv.
1 близко подступая или подойдя: νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐ. Hom. я упрекал их, обходя одного за другим; νώμησεν πᾶσιν ἐ. Hom. он всех обнес (вином);
2 настойчиво, упорно, усердно (δόρπον ὁπλίζεσθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰδόν: Ἐπίρρ. (ἐφίστημι, ἐπιστῆναι) ἱστάμενος ἐφ’ ἕκαστον κατὰ σειρὰν (ἐφιστάμενος ἑκάστῳ Ε. Μ. 364. 33), ὅ ἐ. διαδοχικῶς τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον, νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν, «ἐφεστῶτες» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 392· νώμησεν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδὸν Ν. 54, Σ. 425· πρβλ. ἐπάρχομαι, καὶ ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 293, πρβλ. Δ. 1687. ― Τὸ ἐν Ὀδ. Π. 453 χωρίον δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο, φαίνεται ὅτι ἔδωκεν αἰτίαν εἰς τὴν ἄλλην ἑρμηνείαν τῶν Σχολιαστῶν, «ἐπισταμένως, ἐμπείρως» (ὡς εἰ ἐκ τοῦ ῥήμ. ἐπίσταμαι), ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): adv., stepping up to; standing, i. e. on the spot, Od. 16.453.

Greek Monolingual

ἐπισταδόν (Α)
επίρρ.
1. παραστέκοντας άλλους που είναι αράδα, διαδοχικά («νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν» — τους επιτίμησα διαδοχικά όλους στη σειρά, Ομ. Οδ.)
2. παραστέκοντας ο ένας τον άλλο («οἱ δ’ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο» — αυτοί παραστέκοντας ο ένας τον άλλον ετοίμαζαν το δείπνο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στα- (< έστην, αόρ. του ίστημι) + επίθημα -δον (πρβλ. αναφανδόν)].

Greek Monotonic

ἐπιστᾰδόν: επίρρ. (ἐπιστῆναι), με σειρά, δηλ. το ένα μετά τον άλλο, αλλεπάλληλα, συνεχόμενα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[ἐπιστῆναι]
standing over each in turn, i. e. one after another, successively, Od.