ἐπισυνίστημι
English (LSJ)
(also ἐπισυνιστάω J. AJ14.1.3),
A cause to coagulate afterwards, γάλα Sch.Nic.Al.373.
2 band together, τινὰς κατά τινος J.l.c.; ἡ φθορὰ ἐ. πλείους τισί Id.BJ2.3.4; simply, incite to conspiracy against, τινὶ τὸν υἱόν Str.13.4.2.
II Pass. with fut. -στήσομαι S.E.M.11.119, and aor. 2 and pf. Act.:—to be collected, gather upon, c. dat., Placit.3.5.10, cf. Procl.in Prm.p.645 S.
2 to be classed along with, τὸ ποιητικὸν τῆς ἀλγηδόνος ἐπισυστήσεται τῇ ἀλγηδόνι S.E.l.c.
3 come into being afterwards, ib. 3.85: c. dat., μεθέξεσιν Dam.Pr.349; to be made up of, ἐκ προτέρων τινῶν Iamb.Comm.Math.10.
4 conspire against, attack or resist jointly, τινί Satyr.Vit.Eur.Fr.39x23, SIG663.23 (Delos, iii/ii B. C.), Parth.35.2, Socr.Ep.15.1, cf.Str.7Fr.18: abs.,Plu.2.227a; πρὸς τὴν τιμωρίαν τινός D.C.60.21.
b combine to oppose, εἰ δ' ἄν τις -συνίστατοι ταῖς ἐσδόσεσι τῶν ἔργων IG5(2).6.15 (Tegea, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 987] (s. ἵστημι), zusammenstellen, τινά τινι, ihn vorstellen, empfehlen, Ael. V. H. 4, 9. – Das med. mit den intrans. tempp. sich entgegenstellen, vereint einen Aufstand machen gegen Einen, Plut. Lac. apophth. p. 221 u. a. Sp.; – sich dabei versammeln, D. Cass.; – dabei entstehen, darauf wachsen, Diosc.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπισυστήσω;
I. tr. mettre en relations avec, recommander : τινά τινι une personne à une autre;
II. intr. (à l'ao.2, au pf. et au Moy.);
1 s'unir à, se mêler à, τινι;
2 se soulever conjointement contre, s'unir contre.
Étymologie: ἐπί, συνίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνίστημι: μέλλ. -συστήσω, προσέτι συνιστῶ, καὶ ἐπισύστησον (σύστησον Herch.) τῷ ἀνδρὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 9, διεγείρω ἐναντίον τινός, ὡς ἐπισυνιστάντας αὐτῷ (τῷ Ἡρώδῃ) τὸν δῆμον Φιλόστρ. 560. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., συνάγομαι ἐπί τινος, ἐπισυνισταμένας (τὰς ἀκτῖνας) αὐτῷ (τῷ νέφει) Πλούτ. 2. 894Ε· ἀπολ., εἶμαι ἡνωμένος, συναυξάνομαι, κορυφοῦμαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85., 11. 419. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἀνθίσταμαι κατά τινος, τινὶ Παρθέν. 35· ἀπολ., Πλούτ. 2. 227Α.
Greek Monolingual
ἐπισυνίστημι (Α) συνίστημι
1. ενεργώ ώστε κάτι να πήξει
2. συγκεντρώνω, μαζεύω
3. προσεταιρίζομαι κάποιον
4. εναντιώνομαι.