ἐπιτροπεία

English (LSJ)

ἡ,
A charge, guardianship, τινός over one, Pl.Phdr. 239e, Arist.Pol.1271b25, Plb.15.25a.27, cf. Lys.Fr. 43; τὴν ἐ. τινὸς λαβεῖν D.H.4.33, etc.
II office of a Roman procurator, τοῖς κατ' ἐπιτροπείας παρ' ἐμοῦ ἀπεσταλμένοις PFay.20.17 (Imperial edict, iii/iv A.D.); τῶν ἐθνῶν Them.Or.8.117a(pl.).

German (Pape)

[Seite 996] ἡ, die anvertraute Aufsicht, Vormundschaft, Plat. Phaedr. 239 e Legg. XI, 928 c; Dion. Hal. 11, 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tutelle, intendance.
Étymologie: ἐπίτροπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροπεία:
1 опекунство, опека (τινός Plat., Arst.);
2 управление, заведование (τῆς οἰκονομίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροπεία: ἡ, (ἐπιτροπεύω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιτρόπευσις, τινὸς Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10. 1· ὡσαύτως ἐπιτροπία, ἡ, (ἐπίτροπος), Λυσ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 8, Πολύβ. 15. 31, 4· ἐπιτροπίας (= ἐπιτροπῆς) δίκη Πλάτ. Νόμ. 928C· ἐπ. διδόναι τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 3800. 11· «οὐ γὰρ οἱόν τε ἀνθρώπους ἄνευ νόμων καὶ δίκης ζῆν· ὅταν οὖν ταῦτα τὰ δύο ἐκ τοῦ πλήθους ἐκλίπῃ, ὅ τε νόμος καὶ ἡ δίκη, τότε ἤδη εἰς ἕνα ἀποχωρεῖν τὴν ἐπιτροπίαν τούτων καὶ φυλακὴν» Ἰαμβλ. Προτρεπτ. σ. 104. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιτροπεία και ἐπιτροπία) επιτροπεύω
νεοελλ.
1. η επιτροπή, τα άτομα στα οποία έχει ανατεθεί η διοίκηση, η επιμέλεια, η φροντίδα
2. (νομ.) η ανάθεση της διαχειρίσεως της περιουσίας ανίκανων προσώπων, εξαιτίας ανηλικότητας ή ασθένειας ή άλλου λόγου
αρχ.
1. επιμέλεια, φροντίδα
2. κηδεμονία ανήλικων ορφανών
3. η αρχή του ρωμαίου επίτροπου.

English (Woodhouse)

guardianship, office of legal guardian