ἐσώτατος

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἔσω, innermost, opp. ἐξώτατος, Ph.2.147, Fr.67 H., Sch.Pi.N.1.61: Comp. ἐσώτερος, α, ον, Act.Ap.16.24; εἰς ἐσώτερον PMagd.29.10 (iii B. C.); cf. ἔσω.

German (Pape)

[Seite 1046] superlat. zu ἔσω, εἴσω, Schol. u. Sp.; ἐσωτάτω, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus à l'intérieur.
Étymologie: ἔσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσώτατος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ ἔσω, ἐσωτερικώτατος, Λατ. intimus, ἀντίθ. τῷ ἐξώτατος, Φίλων 2. 147, Ἰώσηπ. κλ.: ― ἐσώτερος, α, ον, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24: ― ἴδε ἐν λ. ἔσω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, -ον)
αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ' όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο
α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος
β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση.
επίρρ...
εσώτατα (Α ἐσωτάτω)
ενδότατα, μέσα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -τατος, κατάλ. υπερθ. βαθμού (πρβλ. ανώτατος, εξώτατος)].

Greek Monotonic

ἐσώτατος: -η, -ον, υπερθ. του ἔσω, πολύ εσωτερικός, Λατ. intimus· ἐσώτερος, , -ον, εσωτερικός, ενδότατος, ενδόμυχος, μύχιος, κρυφός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐσώτατος, η, ον [Sup. of ἔσω,]
innermost, Lat. intimus