ἐφελκτικός
English (LSJ)
ἐφελκτική, ἐφελκτικόν, attractive, Eust.1765.9; φάρμακον Hippiatr.20; τὸ ἤλεκτρον ἐ. τῶν ἀχύρων Phld.Sign.1.
German (Pape)
[Seite 1114] ή, όν, anziehend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφελκτικός: -ή, -όν, ἑλκυστικός, Εὐστ. 1765. 10.
Greek Monolingual
ἐφελκτικός, -ή, -όν (ΑΜ)
1. αυτός που τραβά, που έλκει («τὸ ἤλεκτρον ἐφελκτικὸν τῶν ἀχυρων», Φιλόδ.)
2. μτφ. ελκυστικός («τὸ ἐφελκτικὸν καὶ ἡδύ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκτικός (< ἕλκω)].
Translations
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний