καταγωγός

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωγός Medium diacritics: καταγωγός Low diacritics: καταγωγός Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: katagōgós Transliteration B: katagōgos Transliteration C: katagogos Beta Code: katagwgo/s

English (LSJ)

καταγωγόν,
A seductive, Σειρήνων μέλος AP15.12 (Leo Phil.).
2 lowering, ψυχῆς, opp. ἀναγωγός, Iamb.Myst.3.25; τὸ κ. ἔθνος τῶν δαιμόνων Procl.in Alc.p.45 C.; debasing, παθήματα Iamb.VP32.228, cf. Hierocl. in CA 24p.472M.
3 = κατωφερής, Iamb.Myst.5.11.
II fit for ships to put in at, of a harbour, Sch.Il.2.494.

German (Pape)

[Seite 1344] herunterziehend, herunterzaubernd, Iambl. – Schol. Il. 2, 494 vom Hafen, λιμένες καταγωγοὶ ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος, wo man landet von Griechenland aus.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωγός: -όν, ὁ κατάγων, καταβιβάζων, ἐπὶ γοήτων οἵτινες ἐζήτουν νὰ καταβιβάσωσι τὴν σελήνην, deducere lunam, Ἀνθ. Βατ. 2. σ. 600. 2) μεταφ., ὁ καταβιβάζων, ὑποβιβάζων, Ἰάμβλ. Μυστρ. 2. 6, κτλ. ΙΙ. παρέχων καταφύγιον, ἐπὶ λιμένος ἢ ὅρμου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 494.

Greek Monolingual

καταγωγός, -όν (Α) κατάγω
1. δελεαστικός, ελκυστικός («καταγωγόν Σειρήνων μέλος»)
2. αυτός που χρησιμεύει ως καταφύγιο.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний