ἐπακτικός

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπακτικός Medium diacritics: ἐπακτικός Low diacritics: επακτικός Capitals: ΕΠΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epaktikós Transliteration B: epaktikos Transliteration C: epaktikos Beta Code: e)paktiko/s

English (LSJ)

ἐπακτική, ἐπακτικόν,
A leading on:
1 in Logic, inductive, πρότασις, λόγοι, Arist. APo.77b35, Top.108b7, Metaph.1078b28, Phld.Rh.1.11S. Adv. ἐπακτικῶς, σκοπεῖν Arist.Ph.210b8.
2 conducive, εἰς εὔνοιαν Hld.4.3; stimulating, πρὸς πότον Ath.2.52d (Sup.).
3 attractive, ἐν τῇ ὀσμῇ Dsc. 1.26; διὰ τὴν ἡδονήν Id.4.83; ἀκρόασις Vett.Val.260.26; of persons, Id.250.22.

German (Pape)

[Seite 897] ή, όν, anreizend, ἐπακτικώτατα πρὸς ποτὸν τὰ ἀμύγδαλα Ath. II, 52 d; εἰς εὔνοιαν Hel. 4, 3; λόγοι, verführerisch, doch auch inductorisch (s. ἐπαγωγή), Arist. Metaphys. 12, 4. Gegensatz von συλλογιστικός, Top. 1, 18; Anal. post. 1, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἐπακτικός: досл. увлекающий, ведущий, перен., лог. наводящий, индуктивный (λόγοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπάγων: 1) ἐν τῇ λογικῇ ἐπαγωγικός, ἀντίθ. τῷ συλλογιστικὸς (ἴδε ἐπαγωγή), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, Τοπ. 1. 18, 5: - Ἐπίρρ. ἐπακτικῶς σκοπεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Φυσικ. 4. 3, 15. 2) ἑλκυστικός, θελκτικός, Ἡλιόδ. 4. 3˙ πρός τι Ἀθήν. 52D.

Greek Monolingual

ἐπακτικός, -ή, -όν (Α) επάγω
1. επαγωγικός, ο αναφερόμενος στην επαγωγή ή αυτός που γίνεται με επαγωγή
2. αυτός που διεγείρει, που παρακινεί ή που συμβάλλει, που συντελεί σε κάτι
3. ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επακτικώς
επαγωγικώς, με επαγωγή.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний