ἑτεροειδής
English (LSJ)
ἑτεροειδές,
A of another kind, Arist.HA508b11, f.l. in Placit.2.30.5; of diverse kinds, Ph.Fr.29 H.
2 having the form of diversity, Dam.Pr.303; opp. ταυτοειδής, ib.340. Adv. ἑτεροειδῶς ib.55.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, von anderer Art, Gestalt, Arist. H. A. 2, 12; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'autre apparence, d'autre aspect ; d'autre espèce.
Étymologie: ἕτερος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροειδής: имеющий другой вид (Arst. - v.l. к ἐντεροειδής).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροειδής: -ές, ἀνήκων εἰς ἕτερον εἶδος, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 25, Πλουτ. 2. 894Α. ― ἑτεροείδεια, ἡ, ἕτερον εἶδος, Θεολ. Ἀρ. σ. 8.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος
2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος
(νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσειδής, ευειδής].