ἔναντα
English (LSJ)
(ἐνάντᾳ Tim.Pers.11), Adv. opposite, over against, c.gen., ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67; τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66; τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299 (lyr.); ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478 (lyr.).
Spanish (DGE)
adv.
1 enfrente, delante τοὶ δ' ἔ. στάθεν ellos le hicieron frente Pi.N.10.67, τὸν δ' ἔ. προσβλέπω νεκρόν y contemplo enfrente otro cadáver habla Creonte, S.Ant.1299, ἔ. δ' ἦλθε Πυλάδας E.Or.1479, cf. AP 14.72, Q.S.8.141, ἔναντα· φανερῶς Hsch.
2 en uso prep., c. gen. delante de, en presencia de ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67, οὐ βασιλῆος ἔ. μῦθον ἔφαν Q.S.2.178
•frente a, en contra de ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔ.; Ar.Eq.342.
German (Pape)
[Seite 826] entgegen, gegenüber; τινὸς ἵστασθαι Il. 20, 67; ἔναντα στάθεν Pind. N. 10, 66; τὸν δ' ἔν. προσβλέπω, vor Augen sehen, Soph. Ant. 1284; ἐλθεῖν Eur. Gr. 1478; sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
en face ; ἔναντά τινος en face de qqn.
Étymologie: ἐν, ἀντί.
Russian (Dvoretsky)
ἔναντα:
I adv. (на)против (στάθεν Pind.; ἐλθεῖν Eur.): ἐ. προσβλέπειν τινά Soph. видеть кого-л. перед собой.
II praep. cum gen. (на)против, лицом к лицу (ἔ. τινος ἵστασθαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔναντα: ἐπίρρ., ἀπέναντι, κατέναντι, μετὰ γεν., ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ᾿ Ἀπόλλων Ἰλ. Υ. 67· τοὶ δ᾿ ἔναντα στάθεν Πινδ. Ν. 10. 123· τὸν δ᾿ ἔναντα προσβλέπω νεκρὸν Σοφ. Ἀντ. 1299· ἔναντα ἐλθεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1478.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἔναντα against, in opposition τοὶ δ' ἔναντα στάθεν (N. 10.66)
Greek Monolingual
ἔναντα (Α)
επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς».
Greek Monotonic
ἔναντα: επίρρ., απέναντι, ακριβώς απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, αντίκρυ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἔν. προσβλέπειν νεκρόν, σε Σοφ.· ἔν. ἐλθεῖν, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
adverb
opposite, over against, face to face, c. gen., Il.; ἔν. προσβλέπειν νεκρόν Soph.; ἔν. ἐλθεῖν Eur.
Frisk Etymology German
ἔναντα: ἔναντι, ἐναντίος
{énanta}
See also: s. ἄντα und ἀντί.
Page 1,509