ἤλιθα

English (LSJ)

A Adv. very much, exceedingly, ληΐδα.. συνελάσσαμεν ἤ. πολλήν Il.11.677, cf. Od.5.483; ἄστρα ἤ. μυρία Man.2.3; καθαρὴν γλάγεος πόσιν ἤ. πίνειν Nic.Al.423, cf. A.R.3.342 (expl. by Sch. as, = ἀθρόως), 4.177,1265.
II in vain, to no purpose, Call.Lav.Pall.124, A.R. 2.283; ἔβρασεν ἤ. νηδὺς πνεύματα Nic.Al.25, cf. 140. (Prob. connected with ἠλεός in both uses.)

German (Pape)

[Seite 1161] 1) (vgl. ἅλις) hinlänglich, hinreichend, bei Hom. immer mit πολύς verbunden, ληΐδα ἤλιθα πολλήν Il. 11, 677, vgl. Od. 9, 330. 14, 215, hinlänglich viel, sehr viel; ἤλιθα μυρία Man. 2, 3; VLL. erkl. ἀθρόως, δαψιλῶς; so auch von der Zeit, auf einmal, Ap. Rh. 3, 342. – 21 (mit ἠλός, ἠλεός, ἠλίθιος zusammenhangend) vergeblich, umsonst; γνωσεῖται δ' ὄρνιθας, ὃς αἴσιος, οἵ τε πέτονται ἤλιθα Callim. lav. Pall. 124; vgl. Ap. Rh. 2, 283; Hesych. erkl. μάτην.

French (Bailly abrégé)

adv.
démesurément : ληΐδα ἤλιθα πολλήν IL un immense butin.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλίθιος.

Russian (Dvoretsky)

ἤλῐθᾰ: adv. немало, изрядно, довольно: ληῒς ἤ. πολλή Hom. немалая добыча; φύλλων χύσις ἤ. πολλή Hom. большая груда (опавшей) листвы.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῐθα: ἐπίρρ., (ἅλις) ἱκανῶς, ἀρκούντως, Λατ. satis multum, ληΐδα... συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλὴν Ἰλ. Λ. 677∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἤλιθα πολλὴ Ε. 483, Ι. 330, Ξ. 215, Τ. 443∙ παρὰ πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ἢ ἴσως μᾶλλον ὡς τὸ ἀθρόως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 342, Δ. 177, 1265. ΙΙ. (ἠλεὸς) ματαίως, ὡς τὸ μάτην, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 124, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 283 (= μάτην ἐν 281)∙ πρβλ. ἠλίθιος.

English (Autenrieth)

(ἅλις): sufficiently, always ἤλιθα πολλή(ν), ‘very much’ (satis multum), Il. 11.677, Od. 5.483.

Greek Monolingual

ἤλιθα (Α)
επίρρ.
1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» — λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.)
2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» — κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < ήλιθος < ηλεός.
ΠΑΡ. ηλίθιος].

Greek Monotonic

ἤλῐθα:1. επίρρ. (ἅλις), αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, Λατ. satis· ληὶς ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Ιλ.· δύη ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. μάταια, όπως το μάτην.

Frisk Etymological English

ἠλίθιος See also: s. ἠλεός.

Middle Liddell

ἅλις
enough, sufficiently, Lat. satis, ληὶς ἤλιθα πολλή Il.; δύη ἤλιθα πολλή Od., etc.

Frisk Etymology German

ἤλιθα: ἠλίθιος
{ḗlitha}
See also: s. ἠλεός.
Page 1,630