ὀδαξησμός

English (LSJ)

ὁ, = ὀδαγμός (itching, irritation), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός), also ἀδαξησμός Erot.Fr.30.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ irritación, picazón.

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀδαξησμός: v.l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγησμός)].

Translations

itch

Albanian: kruarje; Arabic: حِكَّة‎; Egyptian Arabic: جرب‎; Moroccan Arabic: حكّة‎; Armenian: քոր; Assamese: খজুৱতি, খজুলি, খজুটি; Azerbaijani: qaşınmaq; Belarusian: свярбенне, сверб; Bikol Central: gatol; Bulgarian: сърбеж; Chinese Cantonese: 痕; Mandarin: 癢, 痒, 發癢, 发痒; Czech: svrbění, svědění; Dutch: jeuk; Esperanto: juko; Finnish: kutina, syyhy; French: démangeaison, prurit; Galician: proído, proício, prurito, comechón; Georgian: მუნი; German: Jucken, Juckreiz; Greek: φαγούρα, κνησμός; Ancient Greek: ἀδαγμός, ἀδαξησμός, ἀναξεσμός, δῆξις, δρίμυξις, κνηθμός, κνῆσις, κνησμονή, κνησμός, κνίδωσις, κνισμός, κυσοκνησία, ξυσμός, ὀδαγμός, ὀδαξησμός, ψώρα; Hebrew: גירוד‎, עקצוץ‎; Hungarian: viszketés; Ido: prurito; Ilocano: budo; Ilocano: budo; Italian: prurito; Japanese: かゆみ; Kashubian: svôrb; Kikuyu: mwĩthũa Korean: 가려움증; Latin: prurigo; Maori: toretiti, harehare, hakihaki, māngeongeo, torotiti, ngaoko; Marathi: खाज; Occitan: prusina, prusor, prusèsta; Old Church Slavonic Cyrillic: сврабъ; Old East Slavic: своробъ; Old English: giċċe; Oromo: cittoo; Plautdietsch: Gnauz; Polish: świąd, swędzenie, świerzbienie; Portuguese: coceira, comichão, prurido; Quechua: siqsi, sixi, şixi; Romanian: mâncărime; Russian: зуд, свербёж, зудение, свербение; Serbo-Croatian: svrab, свраб; Slovak: svrbenie; Spanish: picazón, escozor, picor, comezón, prurito; Swedish: klåda; Tagalog: kati; Telugu: దురద; Thai: ความคัน; Tocharian B: saiwe; Turkish: kaşıntı, kaşınma; Ukrainian: свербі́ж, сверблячка; Vietnamese: ngứa; Votic: süühü; Walloon: schôpe; Welsh: ysfa